Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Ο Κόρος- Του Φίλιππου Λάζαρη από το βιβλίο 'Μια φορά και ένα καιρό'

                               Ο Κόρος
 Πολλοί θα τον θυμούνται ακόμα τον Κόρο. Οι περισσότεροι, φυσικά, θα τον θυμούνται γέρο, όταν πια ήτανε η απασχόληση των γαβριάδων (μόνον;) της Αγια-Μαύρας.
     Τότε που η ιαχή «Κορόοοο!...» δονούσε το παζάρι και τα σοκάκια της χώρας κάθε τόσο, δίνοντας διέξοδο και έκφραση στο αγιομαυρίτικο «πείραγμα» και λίγο χρώμα στη μονότονη και μίζερη ζωή της μικρής μας πόλης.
     Το ’χε δε συνηθίσει κι ο ίδιος τόσο, που αν τύχαινε καμιά φορά εκείνοι και δεν τον πείραζαν και τους έβλεπε αδιάφορους, τους πείραζε αυτός, φωνάζοντάς τους «Κορόοοο!...».
     Τον θυμούμαστε αμυδρά στη θαμπή και γλυκιά αναπόληση των πρώτων σχολικών μας χρόνων, τον θυμούμαστε «μαγαζάτορα» - σα να λέμε μπακάλη. Το μαγαζάκι του ήτανε στην 1η πάροδο Ι. Μελά, κάπου εκεί πιο κάτω από το βιβλιοπωλείο του Νίκου Κατωπόδη – Πανοθώμου και η πόρτα του μαγαζιού του, χάρη στον κάθετο προς το παζάρι δρόμο, φαινόντανε απ’ το παζάρι.
     Εκεί στην πόρτα τον βλέπαμε καθισμένο σ’ ένα χαμηλό κάθισμα να «τραβάει» τον αργιλέ του σαν Ανατολίτης με σοβαρότητα και ύφος αγά.
     Όλοι – τουλάχιστον οι μιας κάποιας ηλικίας – έχουμε ακούσει κάποιο ανέκδοτο από την πολυτάραχη ζωή του Κόρου.
     Αυτός, λοιπόν, ο Κόρος – το πραγματικό του όνομα ήτανε Κώστας – ήτανε το δεύτερο από τα έξι σερνικά παιδιά του Σπύρου Γεωργάκη από το Πινακοχώρι  Σφακιωτών, όμως σε λεβεντιά και εξυπνάδα, ο πρώτος.
     Πανέξυπνος καθώς ήτανε, σα «ένιωσε τον εαυτό του», δεν ασχολήθηκε με τη γεωργία ή άλλο χειρωνακτικό επάγγελμα. Ήτανε γεννημένος τυχοδιώκτης, κι όπως το περιβάλλον και η εποχή του δεν προσφερόντανε για τίποτε πιο αξιόλογο, ανακατεύτηκε με το εμπόριο, αρχίζοντας από μπακάλης στο μαγαζάκι της «Κομλιότσας» δίπλα απ’ το κοινοτικό κατάστημα Πινακοχωρίου, αργότερα στις «Μπαράκες» Λαζαράτων, στη Χώρα κι από κει φτάνοντας ως την Αλεξάνδρεια, πότε με χονδρό εμπόριο, πότε με δουλειές του ποδαριού και πότε σαν λαθρέμπορος, φτάνοντας ως την παραχάραξη, που φαίνεται πως ήτανε και η τελευταία απ’ τις μεγάλες δουλειές του, γιατί τον πιάσανε στην Πρέβεζα το 1913 με κίβδηλα νομίσματα, για να καταλήξει στο τέλος για χρόνια πολλά στις φυλακές της Κέρκυρας, απ’ όπου βγήκε με τον αργιλέ του για να αράξει στο μαγαζάκι που είπαμε, φτωχός πια, αυτός ο τετραπέρατος κι αδίστακτος για όλα.
     Υπάρχει μάλιστα κι αυτό το ανέκδοτο σχετικά με το μαγαζί αυτό:
     Ιδιοκτησία του άρχοντα Σορ Σπύρου Δ… ήτανε το μαγαζί. Τώρα το πως ο Σορ Σπύρος, ένας τόσο σοβαρός κι έξυπνος άρχοντας, που κοίταζε το νερό στον ήλιο, για κάτι τέτοια καταδέχθηκε και νοίκιασε το μαγαζί στον Κόρο, έναν άνθρωπο που έκανε χρόνια και χρόνια φυλακή για παραχάραξη κι όταν στην αγορά και στα χωριά άκουγες συνέχεια για τα «κίβδηλα του Κόρου», αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που… δεν την ξέρω.
     Έτσι λοιπόν, κάθε πρώτη του μήνα πρωί-πρωί, περνούσε ο Σορ Σπύρος για το νοίκι. Δύσκολα τα χρόνια τότε, με πολύ «σφίξη» κονομάγανε οι μαγαζάτορες τα νοίκια, γι’ αυτό κι ο Κόρος, άμα τον έβλεπε, τσαντιζόντανε:
- Μπονόρα- μπονόρα, Σορ Σπύρο μου…
- Δίκιο έχεις, Κώστα μου, αλλά κι ο νοικοκύρης έχει την απαίτησή του.
     Στριμωχνότανε από δω, στριμωχνότανε από κει ο Κόρος, μα το πλήρωνε το νοίκι. Το πλήρωνε, μα μέσα του έβραζε. Όμως όσο περνούσε ο καιρός και το νταραβέρι του μαγαζιού πήγαινε από το κακό στο χειρότερο κι ο Σορ Σπύρος δεν άλλαζε τακτική- κάθε πρώτη του μήνα ήθελε το νοίκι- τόσο κι η αγανάκτηση του Κόρου φούντωνε.
- Σορ Σπύρο μου, τι λες, πως αρμέξαμε τσ’ αγελάδες κι ήρθες μπονόρα-μπονόρα και πρωτομηνιάτικα…
- Κώστα μου, τον απόπαιρνε ο Σορ Σπύρος, το νοίκ(ι) είναι νοίκ(ι) και μ’ ανήκ(ει), χαριτολογούσε εκείνος.
- Ξέρω ’γω τι είναι, έλεγε ο Κόρος. Είναι… μανίκι και μέσα του βλαστήμαγε.
     Στο τέλος δεν βάσταξε κι άρχισε να σκέφτεται πως πρέπει να θυμηθεί τον παλιό εαυτό του, τον «Κόρο» που ως τότε νόμιζε πως τον άφησε στις φυλακές της Κέρκυρας. «Θα σε κανονίσω εγώ», είπε μέσα του κι αμέσως έπιασε και το σχέδιο του «κανονίσματος».
     Σαν ήρθε λοιπόν η άλλη πρωτομηνιά, νάσου ο Σορ Σπύρος για το νοίκι. «Αμ δε, που θα πάρει σήμερα νοίκι», είπε μέσα του ο Κόρος, ενώ τάχα αδιάφορα τον χαιρέτησε σαν πάντα.
- Καλώς τον αφέντη! Καλώς τον Σορ Σπύρο. Πώς κι από δω;
- Μα για το νοίκι, τι άλλο… Πρωτομηνιά δεν έχουμε σήμερα;
- Α, ναι! Καλά λες. Το νοίκι σου θα το πάρεις, αλλά εμένα ποιος θα μ’ αποζημιώσει, Σορ Σπύρο μου που έμπασε νερά το ρημάδι σου πίσω στην αποθήκη και μου χάλασε το κάρβουνο;
- Τι λες μωρέ; Πούθ’ έμπασε; Κιο τον Οχτώβρη δεν σύραμε τα κεραμίδια;
- Καταστράφηκα, Σορ Σπύρο μου! Καταστράφηκα, σου λέω. Έλα να δεις ο ίδιος με τα μάτια σου και να βάλεις να το διορθώσεις, αλλιώς θα το ξενοικιάσω, κι οδήγησε το Σορ Σπύρο στο πίσω μέρος του μαγαζιού, όπου ήτανε μια υπόγεια σκοτεινή αποθηκούλα, κάτι σαν κελί φυλακής του Μεσαίωνα, όπου ο Κόρος αποθήκιαζε το ξυλοκάρβουνο που πουλούσε στο μαγαζί του.
     Άνοιξε την πορτούλα της αποθήκης και μέριασε να περάσει μπροστά ο Σορ Σπύρος και να δει  την ζημιά. Όταν έφτασε στην πόρτα, έτοιμος ο Κόρος από πίσω του, του ’δωσε μια σπρωξιά και τον σαραβάλιασε μέσα στα κάρβουνα κι αλέστα-αλέστα σπρώχνει την πόρτα και την διπλοκλειδώνει.
     Σαν βρέθηκε πεσμένος μέσ’ τα κάρβουνα της σκοτεινής αποθήκης, ο Σορ Σπύρος τα ’χασε. Ήξερε δα και το «ποιόν» του Κόρου. Σαν συνήλθε κάπως, αποφάσισε και σκέφτηκε να το ρίξει στ’ αστείο. Χτύπησε λοιπόν από μέσα την πόρτα, λέγοντας τάχα σοβαρά και ψύχραιμα:
- Έλα τώρα, Κώστα. Άσε τ’ αστεία.
- Τι αστεία, μωρέ κερατά! απάντησε ξαγριεμένος απ’ έξω ο Κόρος. Τι αστεία, μωρέ ψυχοβγάλτη! Δεν σε βαστάω άλλο να μου ’ρχεσαι κάθε πρωτομηνιά μπονόρα, πριν κάνω σεφτέ και να μου ζητάς νοίκι για το ρημάδι σου! Δεν σε βαστάω άλλο, δεν σε βαστάω! Σήμερα θα τα πληρώσεις όλα μαζεμένα.
- Έλα Κωστάκη μου… παρακάλεσε ο Σορ Σπύρος. Άνοιξε να βγω…
- Τι να βγεις, μωρέ; Απ’ αυτού ζωντανός δεν βγαίνεις! Μέσα αυτού θα σε σκοτώσω!
     Ο Σορ Σπύρος ήξερε καλά πως ο Κόρος ήτανε ικανός για όλα.
- Άνοιξέ μου, Κωστάκη…
- Αυτού μέσα θα κάτσεις όλη μέρα και το βράδυ, σαν κλείσω το μαγαζί, θα μείνω μέσα, θ’ ανοίξω την αποθήκη και…
- Δεν βαστάω, Κώστα μ’ ως το βράδυ...
- Μη σώσεις και βαστάξεις! Καλύτερα! Δεν θα μαγαρίσω και τα χέρια μου! Γιατί αλλιώς, θα μπω μέσα, θα σε σφάξω σαν κατσίκι, θα σε λιανίσω κομματάκια-κομματάκια κι αργά τη νύχτα θα σε πετάξω στη θάλασσα, να σε φάνε τα ψάρια! Να δούμε, ξανάρχεσαι μπονόρα για νοίκι;
- Άνοιξε, Κώστα μου, να βγω και δεν ματάρχομαι για νοίκι! Δεν ξαναθέλω νοίκι όσο ζεις! Μονάχα άνοιξε να βγω!
     Τσιμουδιά ο Κόρος.
- Σ’ ορκίζουμε στα κόκαλα π’ έχω στη γη! Σ’ ορκίζουμε στη ζωή τ’ Νιόνιου και τ’ Χρήστου (των παιδιών του). Ούτε νοίκι ξαναθέλω, ούτε απ’ αυτόν τον δρόμο δεν ξαναπερνάω!
- Ορκίστηκες, ε;… είπε ύστερα από μεγάλη σιωπή ο Κόρος. Ορκίστηκες… του ξανά ’πε πιο άγρια. Ορκίστηκες, αλλά αν, κακομοίρη μου, ξαναπεράσεις απ’ αυτόν το δρόμο, δεν θα μου γλυτώσεις! Θα βρω άλλο τρόπο να σε ξεκάμω! Τα ψάρια θα σε φάνε!
- Ορκίζομαι, είπε ξεψυχισμένα ο Σορ Σπύρος. Ορκίζομαι.
     Και κράτησε το λόγο του. Ούτε νοίκι ξαναζήτησε, ούτε από το δρόμο εκείνο ξαναπέρασε. Κι αν καμιά φορά τύχαινε απ’ αλάργα να αγναντέψει τον Κόρο, άλλαζε αμέσως καντούνι.
     Και δεν ήτανε ο μόνος λογαριασμός που ο Κόρος «τακτοποίησε» κάπως έτσι. Ωστόσο, μια που «βγήκαμε που βγήκαμε», που λένε κι οι Ξαθείτες, ας γράψουμε ένα ακόμη από τα τόσα ανέκδοτα του Κόρου. Χαρακτηριστικό του «βίου και της πολιτείας του ανδρός»:
     Ήτανε τότε στα χρόνια της νιότης του. Μόλις είχε γυρίσει από την Αλεξάνδρεια στο Πινακοχώρι, ευρωπαϊκά ντυμένος (σεβιότ κουστούμι, γραβάτα, ρεπούμπλικα, σκαρπίνια λουστρίνι, ρολόι με χρυσή καδένα στο πέτο και χρυσές κορνιόλες). Ψηλός, όμορφος, αρχοντάνθρωπος (Ναι! Ο Κόρος!). Όμως, οικονομικά ναυαγισμένος, όπως συνήθως, και τ’ απόσπασμα τον ζητούσε για ένα σωρό εντάλματα.
     Κι ένα πρωί, νάσου κι έρχεται στο χωριό τ’ απόσπασμα. Ο Κόρος μόλις είχε ξυπνήσει. Είδε την κίνηση στο δρόμο και τσλαφιάστηκε, αλλά δεν πρόφθασε να το σκάσει.
     Σε λίγο το απόσπασμα έζωσε το σπίτι. Ήτανε προδομένος… (Οι Εφιάλτες κι οι Ιππίες δεν λείψανε ποτέ, όπως ευτυχώς ούτε οι… Κόροι).
     Ο Κόρος ανησύχησε. Δεν τα ’χασε όμως. Φώναξε τη μάνα του και της λέει:
- Μάνα, τ’ απόσπασμα με ζητάει κι έζωσε το σπίτι. Εσύ γδύσου, πέσε στο κρεβάτι και κάνε την άρρωστη και μην ανησυχείς.
     Παραξενεύτηκε η γριά. Μα, για να το λέει ο Κώστας έπρεπε να γίνει. Ποτέ της δεν του χάλασε χατίρι. Ύστερα, ασκούσε μιαν ακατανίκητη επιβολή σε δικούς και ξένους. Σαν ετοιμάστηκε η γριά στο κρεβάτι, πήγε κι αυτός κι έσκυψε από πάνω της, πως τάχα την εξετάζει, βάζοντας τ’ αυτί του στη γυμνή πλάτη της (τότε οι γιατροί δεν είχανε ακουστικά).
     Ήτανε καιρός, γιατί την ίδια στιγμή ανεβαίνανε από τον καταρράχτη ο αποσπασματάρχης με δύο χωροφύλακες. Σαν ανεβήκανε στο πάτωμα, αβέρτο ήταν το σπίτι, είδανε σε μια γωνιά πάνω στο κρεβάτι μια άρρωστη γριά, να την εξετάζει ο… γιατρός.
     Τι άλλο να υποθέσουν, όπως ήτανε ο τόσο πλούσια, κομψά και ευρωπαϊκά ντυμένος ο νέος κύριος που την εξέταζε; (Εκείνο μάλιστα τον καιρό που όλοι ήτανε ντυμένοι με χωριάτικα κουρελιασμένα ρούχα).
     Κάποια στιγμή γύρισε προς αυτούς, τάχα αδιάφορα, ο Κόρος και τους ρώτησε ευγενικά τι ζητάνε.
- Τον Κόρο, είπε ο αποσπασματάρχης. Θα κάνω έρευνα…
- Μια στιγμή να τελειώσω εγώ, παιδιά, και να φύγω… Κι απέ κάνετε τη δουλειά σας, είπε εκείνος, ενώ συνέχιζε την εξέταση της άρρωστης.
     Όταν τελείωσε, έδωσε κάποιες ορμήνιες στην άρρωστη, έγραψε και την συνταγή και αποχαιρετώντας, έφυγε…
     Σε στάση προσοχής χαιρετήσανε στρατιωτικά εκείνοι κι αναμερίσανε να περάσει και να φύγει ο… γιατρός.
     Όταν λίγο αργότερα ο αποσπασματάρχης έμαθε πως ο καλοντυμένος κύριος δεν ήτανε γιατρός αλλά ο ίδιος ο Κόρος, λύσσαξε απ’ το κακό του. Τέτοιο κάζο δεν είχε ξαναπάθει (μα σάματις, είχε ξαναμπλέξει με άλλον σαν τον Κόρο;).
     Θύμωσε τόσο πολύ, ώστε διέταξε, «προς αποκατάσταση του τρωθέντος γοήτρου» (όπως είπε), να σφάξουν όλες τις κότες της θεια-Κόρενας.
     Αλλά και οι χωροφύλακες θύμωσαν πάρα πολύ. Για φαντάσου, φίλε μου! Να κυνηγάνε μήνες και μήνες τον Κόρο και να τους φύγει μέσα απ’ τα χέρια και μάλιστα με στρατιωτικές τιμές! Θυμώσανε, λοιπόν, τόσο πολύ που πάνω στο θυμό τους σφάξανε όχι μόνο της θεια-Κόρενας τις κότες και τον κοκοτό, αλλά και καμιά δεκαριά κότες των γειτόνων – τόση ήταν η αγανάκτησή τους – και τις φάγανε όλες ψημένες!
     Όσο για τον Κόρο… μην τον είδατε, ή μάλλον τον είδανε λίγο αργότερα ν’ ανεβαίνει απ’ την Αχύρενα(*) στο Κουβαλητήρι(**) κι από κει να τραβά για το Χοιρόλακκο(**)
_____________
(*) Αχύρενα: Βρύση Λαζαράτων.
(**) Κουβαλητήρι και Χοιρόλακος: Σφακισάνικες τοποθεσίες.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου