Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Τρόποι αξιοποίησης των τοπικών ποικιλιών στις σημερινές συνθήκες και ποιες τοπικές ποικιλίες της Λευκάδας προτείνονται για αξιοποίηση. - Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Γ. Θωμά «Οι Τοπικές Ποικιλίες της Λευκάδας»



Συμπεράσματα από την καταγραφή των τοπικών ποικιλιών της Λευκάδας
                Η καταγραφή των τοπικών ποικιλιών έδειξε ότι η Λευκάδα είναι ένας τόπος ο οποίος παρήγαγε κάποτε μεγάλη ποικιλία καλλιεργούμενων προϊόντων. Η συλλογή γενετικού υλικού όπως φαίνεται και στον Πίνακα 12 περιέχει τον μεγαλύτερο αριθμό δειγμάτων από τις όλες τις προηγούμενες συλλογές που αναφέρθηκαν στο κεφάλαιο Γ. Ο αριθμός των δειγμάτων που βρέθηκαν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τελικός, αλλά αποτελεί μία καλή εικόνα για τον γεωργικό πλούτο που υπάρχει ακόμα στο νησί και τις προσπάθειες που θα πρέπει να γίνουν για να προστατευθεί και να αναδειχθεί.
Πίνακας 12: Παρουσίαση του αριθμού των δειγμάτων ανά συλλογή και ανά κατηγορία
Κατηγορία
Τράπεζα Γενετικού Υλικού - Κέντρο Αγροτικών Ερευνών Β. Ελλάδας
Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων
Συλλογή 2006
Plant Breeding and Acclimatization Institute, Radzikow, Poland
Συλλογή 1999
Συλλογή 2010
Συλλογή αρχών ‘80
Συλλογή 2006
Σιτηρά
1
9
-
-
6
Ψυχανθή
-
9
3
2
27
Κηπευτικά
13
15
-
10
19
Φαρμακευτικά/Αρωματικά/ Διάφορα
-
11
-
-
8
Άμπελος
8
-
-
-
-
Οπωροφόρα
-
-
-
-
4
Σύνολο
22
44
3
12
64


Ε.1.1 Σιτηρά

                Από την κατηγορία των σιτηρών τα σπουδαιότερα φυτά που καλλιεργούνταν ήταν το σιτάρι, η βρώμη και δευτερευόντως το κριθάρι και το καλαμπόκι σύμφωνα με τις συζητήσεις. Από τις ποικιλίες σιταριού περισσότερο αναφέρθηκε ο Γκρινιάς, ο Γαύρος, το Διμήνι, το Μαυραγάνι και το Ξυλόκαστρο (που είναι βελτιωμένη παλιά ποικιλία). Η ύπαρξη τριών από τις προαναφερθείσες ποικιλίες (Γκρινιάς, Διμήνι, Μαυραγάνι) επιβεβαιώνεται όπως είδαμε και από τον Κοκολιό (1959) (Πίνακας 2 στη σελίδα 16). Τα δείγματα που συλλέχθηκαν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των δωρητών, είναι από την ποικιλία Ξυλόκαστρο, ενώ το δείγμα από το Κομηλιό δύναται να περιέχει και μικρή ποσότητα από την ποικιλία Γκρινιά (πατήρ Κώστας Βουκελάτος-προσωπική επικοινωνία). Αρκετοί από τους ερωτηθέντες ταύτισαν την ποικιλία Γαύρος με το Μαυραγάνι, ενώ άλλοι δεν ήταν σίγουροι αν επρόκειτο για την ίδια ποικιλία. Φαίνεται πως τα πολλά  χρόνια απουσίας αυτών των καλλιεργειών, επηρεάζουν αρνητικά τη μνήμη των ανθρώπων που κάποτε τα χρησιμοποιούσαν. Εκτός από το Ξυλόκαστρο, δείγματα από τις παλιές ποικιλίες δεν ήταν δυνατόν να βρεθούν διότι δεν καλλιεργούνται και σχεδόν όλοι τις θεωρούν χαμένες. Την τελευταία μέρα της παραμονής στο νησί της Λευκάδας, δόθηκε η πληροφορία ότι υπάρχει μία έκταση στην οποία καλλιεργείται σιτάρι Γκρινιάς και ίσως καταστεί δυνατόν να σταλεί μία ποσότητα σπόρου για εξέταση. Το σιτηρό που αναφέρθηκε παντού και βρέθηκε δείγμα σε δύο ορεινά χωριά (Σύβρος και Κομηλιό) ήταν η βρώμη η οποία δινόταν ως τροφή στα οικόσιτα ζώα (πρόβατα, κατσίκες, άλογα, όνους). Από τα υπόλοιπα σιτηρά αναφέρθηκε αρκετά το κριθάρι αλλά ως καλλιέργεια της εποχής της κατοχής. Επειδή ο βιολογικός κύκλος του κριθαριού είναι μικρότερος από εκείνον του σιταριού και η συγκομιδή γινόταν νωρίτερα, χρησιμοποιούσαν το αλεύρι του για την παρασκευή ψωμιού για την περίοδο μέχρι τη συγκομιδή του σιταριού. Από αυτό το είδος δεν βρέθηκε σπόρος, αφού θεωρείται απολεσθέν. Αναφέρθηκε επίσης μία παλιά ποικιλία καλαμποκιού μικρού ύψους, με πολύ μικρό μέγεθος ρόκας και ανοιχτόχρωμο σπόρο, από την οποία παρασκευαζόταν ψωμί (η λεγόμενη κουλούρα) τα χρόνια της κατοχής αλλά και μεταγενέστερα. Βρέθηκε σπόρος από καλαμπόκι στο Κομηλιό με την επισήμανση πως πρόκειται για την παραδοσιακή ποικιλία (πατήρ Κώστας Βουκελάτος-προσωπική επικοινωνία). Έγιναν αναφορές για την ύπαρξη διάφορων τύπων σιταριού Γκρινιά (λευκού και κόκκινου), κριθαριού (Μαρτιάτικο διμήνι, Μαρτιάτικο λεπίδα, Ξάγκωνο), καθώς και για ύπαρξη σίκαλης (βρίζα) (βλ. Πίνακα 9). Η γενετική διάβρωση που έχει συμβεί στα σιτηρά είναι η πιο έντονη, λόγω και της φύσης της καλλιέργειας, γι αυτό και οι πιθανότητες να βρεθούν κάποιες από τις παλιές ποικιλίες είναι περιορισμένες, αλλά όσο υπάρχουν ευσυνείδητοι άνθρωποι που θεωρούν σημαντική τη διατήρηση των παλιών ποικιλιών και την εφαρμόζουν, θα υπάρχουν ελπίδες για τη διάσωση τους.

Ε.1.2 Ψυχανθή

                Η ομάδα των ψυχανθών ήταν η πολυπληθέστερη ως προς τον αριθμό δειγμάτων και αυτό οφείλεται κυρίως στα πολλά δείγματα φασολιού-12 τον αριθμό-που συλλέχθηκαν. Δεν αναφέρθηκε κάποια ποικιλία φασολιού για την οποία τελικά δεν συλλέχθηκε σπόρος (μπαρμπουνοφάσουλα ή κλοσούρες, αμπελοφάσουλα ή βελονάκια, κρεατοφάσουλα, κίτρινα, πήχες), αφού πρόκειται για φυτό (όπως και όλα τα ψυχανθή) που καλλιεργείται εύκολα ακόμα και σε έναν μικρό κήπο, ενώ ευνοείται και η ανταλλαγή σπόρων μεταξύ κατοίκων του χωριού ή και μεταξύ χωριών. Από τα υπόλοιπα ψυχανθή βρέθηκαν 3 ποικιλίες κουκιών οι οποίες είναι αυτές που αναφέρθηκαν από όλους τους ερωτηθέντες, με εξαίρεση τα μαυροκούκια και τα ασπροκούκια, τα οποία αναφέρθηκαν μόνο από ένα άτομο και για τα οποία δεν βρέθηκε σπόρος (βλ. Πίνακα 9). Περαιτέρω εξέταση θα χρειαστεί να γίνει στην περίπτωση της πισάρας και του άφκου, τα οποία βρέθηκαν μόνο στο Κομηλιό. Ένα δείγμα πισάρας βρέθηκε και στον Αγ. Πέτρο με τη διαφορά ότι ενώ ο σπόρος του δείγματος από το Κομηλιό είχε διάφορες αποχρώσεις από σκούρο καφέ μέχρι ανοιχτό πράσινο, εκείνος του Αγ. Πέτρου ήταν αποκλειστικά ανοιχτόχρωμος. Εντύπωση προκαλεί επίσης η διπλή χρήση του φυτού της πισάρας (το φύλλωμα καταναλώνεται νωπό ως σαλάτα, ενώ ο σπόρος μαγειρεύεται βραστός-πατήρ Κώστας Βουκελάτος-προσωπική επικοινωνία). Ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί και το αράκι (είδος λαθουριού από το οποίο φτιάχνεται φάβα) που βρέθηκε μόνο στο Κομηλιό. Βρέθηκαν επίσης στην Καρυά δείγματα μπιζελιού (τοπική ονομασία μπίζα) και ρεβίθι μικρού μεγέθους καρπού και μυτερό στη μία άκρη. Τελευταία θα αναφερθούν η φακή Εγκλουβής και το λαθύρι Καρυάς από τα οποία ήταν σχετικά εύκολο να βρεθεί σπόρος λόγω του ότι αποτελούν δημοφιλή προϊόντα και καλλιεργούνται ακόμα, χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία του να βρεθούν και να καταγραφούν. Καθολική αναφορά έγινε για το αγριοκόκκι (βίκος που χρησιμοποιούταν ως ζωοτροφή) αλλά δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί δείγμα, ενώ δείγμα δεν βρέθηκε επίσης και από το μεγαλόσπερμο ρεβίθι (ρεβίθι χοντρό το τοπικό όνομα), όπως επίσης και από το ζαχαρόμπιζο (είδος μπιζελιού). Το πρώτο από τα τρία είναι αρκετά πιθανόν να θεωρηθεί οριστικά απολεσθέν, αν και περαιτέρω έρευνα μπορεί να ανατρέψει την διαπίστωση αυτή.

Ε.1.3 Κηπευτικά

                Αρκετά πλούσια ήταν και η συλλογή των κηπευτικών, χωρίς όμως να καλύπτει όλο το φάσμα των φυτών που αναφέρθηκαν από τους ερωτηθέντες. Υπήρξαν αρκετές αναφορές για την τομάτα με την τοπική ονομασία «Καραμπόλα» η οποία ήταν γνωστή σε ολόκληρο το νησί. Παρότι συλλέχθηκαν συνολικά έξι δείγματα τομάτας (τρία από αυτά ήταν καρποί οι οποίοι χρειάζονται αποξήρανση ώστε να συλλεχθεί ο σπόρος), κανένα από αυτά δεν φαίνεται να ανήκει στην συγκεκριμένη ποικιλία. Από τη στιγμή που αποκτήθηκαν οι καρποί (δυστυχώς τις τελευταίες μέρες της παραμονής στην Λευκάδα) επιδεικνύονταν στους ερωτηθέντες με την ερώτηση αν η μορφή τους θυμίζει την ποικιλία αυτή. Οι απαντήσεις ήταν αρνητικές, ωστόσο τους ήταν γνωστές και επρόκειτο για τοπικές ποικιλίες τομάτας οι οποίες υπάρχουν πολλά χρόνια στο νησί και ίσως να τις είχαν φέρει κάποτε από την Πρέβεζα ή τις απέναντι ακτές της Αιτωλοακαρνανίας και προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της Λευκάδας. Το τοματάκι που βρέθηκε στη Καρυά δεν αναφέρθηκε από κανέναν άλλο ερωτηθέντα, αλλά και ο ίδιος ο δωρητής δεν ήταν σίγουρος αν επρόκειτο για τοπική ποικιλία της Λευκάδας ή προέρχεται από άλλη περιοχή. Πάντως τα χαρακτηριστικά του φυτού (φυτρώνει και ως ζιζάνιο σχεδόν παντού, δίνει καρπούς μέχρι αρχές του χειμώνα, ο καρπός παρά το πολύ μικρό μέγεθος περιέχει πολλά σπέρματα-Ανδρέας Κατωπόδης-προσωπική επικοινωνία) δείχνουν πως πρόκειται για τοπική ποικιλία που έχει προσαρμοστεί στη Λευκάδα.  Περαιτέρω έρευνα θα ρίξει περισσότερο φως στα δείγματα αυτά. Βρέθηκαν επίσης τα τοπικά κολοκύθια που χρησιμοποιούν για πίτες (μπαρμπαρέσικα), τα κοινά κολοκύθια για τηγάνισμα, καθώς και άλλου είδους κηπευτικά όπως σπανάκι, σέσκουλο, μπάμια και σέλινο. Ο σπόρος αγγουριού που βρέθηκε στα Χορτάτα δεν ξεκαθαρίστηκε από τον δωρητή αν ανήκει στην τοπική ποικιλία (με όνομα καστραβέτσα), οπότε θα πρέπει να σπαρθεί για να μελετηθούν τα χαρακτηριστικά του φυτού και του καρπού. Σημαντικό εύρημα θεωρείται η γλυκοπατάτα που δόθηκε στην πόλη της Λευκάδας, για την οποία ειπώθηκε πως καλλιεργείται πολλά χρόνια στο νησί, καθώς και το λεγόμενο κόκκινο σκόρδο που βρέθηκε στην Καρυά. Πάντως πολλά κηπευτικά για τα οποία δεν βρέθηκε γενετικό υλικό δεν φαίνεται να είχαν κάποιο τοπικό όνομα και αναφέρονταν από τους ερωτηθέντες απλώς με την κοινή τους ονομασία (π.χ. πιπεριές, μελιτζάνες, παντζάρι, μπρόκολο, σπαράγγι, μαρούλι, λάχανο, αντίδι, κουνουπίδι κτλ). Κάποια άλλα που δεν βρέθηκαν είχαν κάποιο τοπικό όνομα όπως η αγριαγκινάρα (τοπική ονομασία: κουκούτσα), το καρπούζι «χειμωνικό», το «νεροκρέμμυδο», το πεπόνι «περατιανό» και η κόκκινη πατάτα. Η τελευταία πήρε το όνομά της από την κόκκινη απόχρωση όχι μόνο του φλοιού, αλλά και του κονδύλου και χρησιμοποιείτο τα χρόνια της κατοχής ως ζωοτροφή. Επειδή θεωρούταν χαμηλής ποιότητας τροφή για τον άνθρωπο και λόγω της έλευσης αργότερα νέων ποικιλιών από το εξωτερικό (όπως η μπάνερ και η κεμπέκ σύμφωνα με τις μαρτυρίες), η ανεύρεση της θεωρείται πολύ δύσκολη.

Ε.1.4 Φαρμακευτικά και διάφορα

                 Ενδιαφέρουσα υπήρξε η συλλογή σε αυτή την κατηγορία αφού εκτός από  φαρμακευτικά φυτά όπως ο μάραθος, η μέντα, η μαντζουράνα και το σινάπι (χρησιμοποιούταν ως κατάπλασμα για μυϊκούς πόνους, αλλά και στη μαγειρική-Ντίνος Θερμός και Πατήρ Κώστας Βουκελάτος-προσωπική επικοινωνία) βρέθηκε σπόρος λιναριού. Το λινάρι μέχρι και λίγα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες ήταν πολύ διαδεδομένο και χρήσιμο ως κλωστικό φυτό αφού μετά από αρκετή επεξεργασία (χαρακτηριστική είναι η φράση «του λιναριού τα πάθη») κατασκεύαζαν ρούχα, σεντόνια, κουβέρτες, σχοινιά για να δένουν τα δεμάτια στον αγρό και αρκετά άλλα χρήσιμα πράγματα. Βέβαια πρέπει να αξιολογηθεί η βλαστικότητα του σπόρου διότι σύμφωνα με τον δωρητή είναι αρκετά παλιός, αλλά εάν αποδειχθεί ότι μπορεί να αναπαραχθεί, τότε θα πρόκειται για πολύ σημαντικό εύρημα αφού το φυτό αυτό έχει πάψει να καλλιεργείται εδώ και αρκετές δεκαετίες όχι μόνο στην Λευκάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τέλος, ένα ακόμη σημαντικό εύρημα αποτελεί το κεροφύλι που βρέθηκε στο Κομηλιό και χρησιμοποιείται ως πρόσθετο στη μαγειρική (όπως ο άνηθος και ο μαϊντανός). Ο δωρητής δεν ήξερε αν υπήρχε άλλο όνομα, ούτε ήταν δυνατόν να γίνει αναγνώριση από την μορφολογία του σπόρου, οπότε για να γίνει η ταξινόμηση (οικογένεια, γένος και είδος που ανήκει το φυτό) θα πρέπει να σπαρθεί σε πειραματικό αγρό.

Ε.1.5 Αμπέλι

                Η καλλιέργεια αμπέλου για την παρασκευή οίνου είναι η μία από τις δύο κύριες καλλιέργειες στο νησί (η άλλη είναι η ελιά). Είναι πολύ κοινό θέαμα δίπλα στο δρόμο οι πλαγιές να είναι φυτεμένες με αμπέλι με το σύστημα των αναβαθμίδων (λιθιές). Από τις συζητήσεις προέκυψε πως όσο γυρίζαμε πιο πίσω το χρόνο τόσο περισσότεροι αμπελώνες υπήρχαν φυτεμένοι σε όλες τις πλαγιές των λόφων και των βουνών που περιστοιχίζουν τα χωριά. Ακόμα και τώρα στο οροπέδιο της Εγκλουβής υπάρχουν αρκετοί αμπελώνες. Κυρίαρχη ποικιλία είναι το Βερτζαμί, βαφική ποικιλία με μαύρο χρώμα ράγας, η οποία ήρθε στο νησί πρώτη φορά με τους Ενετούς όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο κεφάλαιο. Μόνο στο νότο του νησιού υπερτερεί σε εκτάσεις η λευκή ποικιλία Βαρδέα. Έγιναν επισκέψεις σε τέσσερα οινοποιεία του νησιού ώστε να γίνει μια καταγραφή για το ποιες ποικιλίες και συνδυασμοί αυτών χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των τοπικών οίνων της Λευκάδας (Πίνακας 13). ‘Όπως φαίνεται και από τον πίνακα αυτόν, οι δύο ποικιλίες που καταλαμβάνουν τις μεγαλύτερες εκτάσεις και είναι η βάση για τους τοπικούς οίνους που παράγει η Λευκάδα είναι το Βερτζαμί (για τους ερυθρούς και ερυθρωπούς οίνους) και η Βαρδέα (για τους λευκούς οίνους). Χρησιμοποιούνται και άλλες ποικιλίες σε πολύ μικρές ποσότητες ως προσμίξεις οι οποίες  καταλαμβάνουν πολύ μικρότερη επιφάνεια καλλιέργειας. Για τους ερυθρούς οίνους αυτές είναι το Πατρινό, το Μαυροπάτρινο (άγνωστο αν είναι συνώνυμο του Πατρινού ή διαφορετική ποικιλία), η Μαυροδάφνη, το Κοκκινοστάφυλλο και η Μαυρουδίτσα, ενώ για τους λευκούς το Ασπροβάρτζαμο, το
Πίνακας 13: Τα οινοποιεία στα οποία έγιναν επισκέψεις μαζί με τις χρησιμοποιούμενες ποικιλίες και την τοποθεσία καλλιέργειάς τους
Οινοποιείο (τόπος)
Όνομα ετικέτας
Χρησιμοποιούμενες ποικιλίες
Τοποθεσία καλλιέργειας
ΤΑΟΛ (Πόλη της Λευκάδας)
Αγιομαυρίτικος (Ερυθρός Ξηρός)
Βαρτζαμί
Πλαγιές ορεινής Λευκάδας (υψόμετρο από 200-600 μ.)
ΤΑΟΛ (Πόλη της Λευκάδας)
Ερυθρός Οίνος
Βαρτζαμί
Λαζαράτα, Κάβαλος, Σπανοχώρι, Πινακοχώρι, Ασπρογερακάτα, Εξάνθεια, Δρυμώνας, Δράγανο, Νικολής, Χορτάτα, Κομηλιό, Αθάνι, Αγ. Ηλίας. Καρυά, Πηγαδησάνοι, Αλέξανδρος, Τσουκαλάδες
ΤΑΟΛ (Πόλη της Λευκάδας)
Ερυθρωπός Οίνος
Βαρτζαμί
Όλοι οι προηγούμενες περιοχές μαζί με αμπελώνες μεγαλύτερων υψομέτρων (Εγκλουβή και ορεινότερους του Αγ. Ηλία)
ΤΑΟΛ (Πόλη της Λευκάδας)
Λευκός Οίνος
Βαρδέα
Κοντάραινα, Βασιλική, Αγ. Πέτρος, Σύβρος, Βουρνικάς
Σολδάτος-Αργυρός (Αγ. Ηλίας)
Πλαγιές Λευκάδας- Λευκό

Βαρδέα
Οι αμπελώνες βρίσκονται στις πλαγιές των βουνών γύρω από το χωριό του Αγ. Ηλία
Σολδάτος-Αργυρός (Αγ. Ηλίας)
Πλαγιές Λευκάδας- Ερυθρό

Βαρτζαμί
Σολδάτος-Αργυρός (Αγ. Ηλίας)
Πλαγιές Λευκάδας- Ερυθρωπός

Βαρτζαμί
Σολδάτος-Αργυρός (Αγ. Ηλίας)
Πορφυρό Βουνό- Ερυθρό

Cabernet Sauvignon
Λευκαδίτικη Γη- Δημήτρης Ρομποτής (Ε.Ο Νυδριού- Βασιλικής, στο ύψος του χωριού Σύβοτα)
Λευκαδίτικη Γη- Ερυθρό
Βαρτζαμί
Αμπελώνες σε ορεινές και λιγότερο ορεινές τοποθεσίες της νότιας Λευκάδας
Λευκαδίτικη Γη- Δημήτρης Ρομποτής (Ε.Ο Νυδριού- Βασιλικής, στο ύψος του χωριού Σύβοτα)
Λευκαδίτικη Γη Ροζέ

Βαρτζαμί (από αμπελώνες μεγαλύτερου υψόμετρου σε σχέση με το ερυθρό)
Λευκαδίτικη Γη- Δημήτρης Ρομποτής (Ε.Ο Νυδριού- Βασιλικής, στο ύψος του χωριού Σύβοτα)
Μελήδονος (Γλυκό κρασί)

Βαρτζαμί και Πατρινό
Λευκαδίτικη Γη- Δημήτρης Ρομποτής (Ε.Ο Νυδριού- Βασιλικής, στο ύψος του χωριού Σύβοτα)
Λευκαδίτικη Γη Λευκό

Βαρδέα
Νότια Λευκάδα (Αγ. Πέτρος, Σύβρος, Βασιλική, Κοντάραινα, Μαραντοχώρι)
Σύφλογο -Διονύσης και Μαρία Παπανικολοπούλου (Πλατύστομα)
Σύφλογο- Λευκός Ξηρός

Βαρδέα μαζί με λιγοστή Χλώρη και λιγοστό Ασπροβάρτζαμο

Μικροί αμπελώνες γύρω από το χωριό Πλατύστομα, σε υψόμετρο περίπου 500 μέτρων
Σύφλογο -Διονύσης και Μαρία Παπανικολοπούλου (Πλατύστομα)
Σύφλογο- Ερυθρωπός Ξηρός

Μαυροπάτρινο,  Θειακό,  Μαυρουδίτσα,  Γλυκοπάτης,  Κοκκινοστάφυλο και Χλώρη

Σύφλογο -Διονύσης και Μαρία Παπανικολοπούλου (Πλατύστομα)
Σύφλογο- Ερυθρός Ξηρός

Βαρτζαμί μαζί με μικρές προσμίξεις Μαυροπάτρινου και Μαυροδάφνης

Σύφλογο -Διονύσης και Μαρία Παπανικολοπούλου (Πλατύστομα)
Σύφλογο- Ερυθρός Ξηρός (Μπρούσκο)

Βαρτζαμί και μικρές προσμίξεις Μαυροπάτρινου και Μαυροδάφνης
Σύφλογο -Διονύσης και Μαρία Παπανικολοπούλου (Πλατύστομα)
Σύφλογο- Λευκός ημίγλυκος (φυσικός)

Ασπροβάρτζαμο και λίγο Μοσχάτο



Θειακό, η Χλώρη και το Μοσχάτο. Σύμφωνα με στοιχεία του Τ.Α.Ο.Λ. γίνεται χωρική οινοποίηση σε ορεινές κυρίως περιοχές (Καρυά, Εγκλουβή) σταφυλιών υποβαθμισμένης ποιότητας λόγω κλιματικών συνθηκών, που ανήκουν κυρίως στις ποικιλίες Χλώρη, Λαόρκος και Παραχωρίτης (συνώνυμο του Σαββατιανού). Οι ποικιλίες που προαναφέρθηκαν, εκτός των Βερτζαμί και Βαρδέα, καλλιεργούνται πλέον σε μικρές εκτάσεις και το μέλλον τους διαγράφεται αβέβαιο. Σύμφωνα δε με πληροφορίες της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Λευκάδας, βρίσκεται σε εξέλιξη (2008-2011) πρόγραμμα επιδοτούμενης εκρίζωσης αμπελώνων και η συμμετοχή είναι αρκετά σημαντική μέχρι τώρα (2008: 750 στρ.- 2009: 690 στρ. και μέχρι στιγμής για το 2010 έχουν δηλωθεί 630 στρ.). Οι συμμετέχοντες είναι κυρίως ηλικιωμένοι αγρότες που δεν μπορούν πλέον να φροντίζουν και να εκμεταλλεύονται τους αμπελώνες τους και η πλειοψηφία των εκτάσεων είναι ορεινές. Κατά τη διάρκεια της έρευνας όπως είδαμε και στον Πίνακα 10, αναφέρθηκαν και άλλες ποικιλίες αμπελιού οι οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως ως επιτραπέζιες και βρίσκονται σε κήπους και αυλές ως κληματαριές (Αετονύχι, Βοϊδομάτης, Κέρινο, Κοκκινοστάφυλο, Κορίθι, Λαόρκος, Μακρυστάφυλλο, Μυγδάλι, Παραχωρήτικο, Πιπεριόνος, Πατρινό, Χλώρη, Σταφίδα μαύρη, Σταφίδα άσπρη και Ρομπόλα). Φαίνεται πως ποικιλίες όπως το Κοκκινοστάφυλο, ο Λαόρκος, το Πατρινό, το Παραχωρήτικο και η Χλώρη, εκτός από οινοποίηση χρησιμοποιούνται και ως επιτραπέζιες. Η ποικιλία Βοϊδομάτης αναφέρθηκε μόνο στο Μεγανήσι και η ποικιλία Πιπεριόνος μόνο στον Αγ. Πέτρο. Η ποικιλία Μακρυστάφυλλο (βλ. Εικόνες 16 και 17) που βρέθηκε στον Αγ. Πέτρο παρουσιάζει ενδιαφέρον διότι δεν αναφέρεται σε κάποια από τις συλλογές του παρελθόντος (βλ. Πίνακες 5 και 6). Το ίδιο ισχύει και για την ποικιλία Σεβαστιανό που αναφέρθηκε μόνο στο χωριό Σύβρος. Τέλος, χαρακτηριστικό είναι πως από τη συλλογή της Τράπεζας Γενετικού Υλικού της Θεσσαλονίκης (1983) (βλ. Πίνακα 5) δεν αναφέρθηκαν στην παρούσα έρευνα καθόλου οι ποικιλίες Πλατανομάνδηλα, Λεμονοστάφυλο, Παργινό και Αγάλικο.

Ε.1.6 Ελιά και λοιπά οπωροφόρα

                Η καλλιέργεια της ελιάς είναι, όπως προαναφέρθηκε,  πολύ σημαντική για τους κατοίκους της Λευκάδας. Η ποικιλία που απαντάται πιο συχνά είναι η Ασπρολιά, με δεύτερη τη Μαυρολιά και η χρήση τους είναι αποκλειστικά για παραγωγή λαδιού. Από τις συζητήσεις με τους ερωτώμενους προέκυψε πως η Ασπρολιά υπάρχει σε χαμηλά και μέτρια υψόμετρα λόγω του ότι δεν αντέχει το ψύχος που υπάρχει στα μεγαλύτερα υψόμετρα. Αντιθέτως, η Μαυρολιά επιδεικνύει μεγαλύτερη αντοχή στο ψύχος και απαντάται στις ορεινές περιοχές. Η Ασπρολιά αναφέρθηκε και στο Μεγανήσι σε αντίθεση με την Μαυρολιά. Σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες, τα τελευταία χρόνια έγινε προσπάθεια για παραγωγή λαδιού από δέντρα της ποικιλίας Κορωνέϊκης, αλλά τα ποιοτικά αποτελέσματα δεν ήταν ενθαρρυντικά πιθανότατα λόγω των διαφορετικών κλιματικών συνθηκών σε σχέση με την περιοχή καταγωγής της ποικιλίας αυτής. Αναφέρθηκε επίσης η ποικιλία Σκαντζολιά η οποία δεν αποσαφηνίστηκε αν πρόκειται για συνώνυμη ποικιλία της Μαυρολιάς ή για διαφορετική. Αποκλειστικά στο χωριό Καλαμίτσι αναφέρθηκε πως υπάρχουν ελαιόδεντρα της ποικιλίας Πρεβεζάνα, η οποία χρησιμοποιείται για παραγωγή λαδιού. Από επιτραπέζιες ποικιλίες αναφέρθηκαν η ποικιλία Καλαμών και η Χοντρολιά, με παρουσία και των δύο, εκτός από τη Λευκάδα και στο Μεγανήσι. Χαρακτηριστικό πρόβλημα που υπογραμμίστηκε από όλους τους ερωτηθέντες είναι η έλλειψη εργατικών χεριών για τη συλλογή της ελιάς, αφού η μεγάλη ηλικία των ιδιοκτητών δεν τους επιτρέπει να ασχολούνται εκείνοι με αυτή τη δουλειά, με αποτέλεσμα πολλές εκτάσεις με ελιές να εγκαταλείπονται.
                Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα οπωροφόρα  δέντρα, τα ευρήματα ήταν ενδιαφέροντα και ως προς το πλήθος τους, αλλά για κάποια από αυτά και ως προς το πλήθος των διαφορετικών ποικιλιών μέσα σε κάθε είδος. Όπως τονίστηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, μικρός αριθμός των αναφερθέντων οπωροφόρων παρατηρήθηκε από τον συγγραφέα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως αυτά έχουν πλέον χαθεί. Επειδή πρόκειται για πολυετή φυτά είναι πολύ πιθανό αρκετά από αυτά να υπάρχουν ακόμα και μια εξερευνητική αποστολή από δενδροκόμους γεωπόνους η οποία θα είναι προσανατολισμένη αποκλειστικά στην εύρεση οπωροφόρων, να βρεθεί μπροστά σε σημαντικά ευρήματα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες έντονη ήταν η παρουσία της αχλαδιάς στην Λευκάδα, αλλά και στο Μεγανήσι. Όπως είδαμε στον Πίνακα 11, αναφέρθηκαν συνολικά 16 διαφορετικές ποικιλίες Αχλαδιάς. Κάποιες από αυτές αναφέρθηκαν μόνο στο Μεγανήσι (Αυγουστέλια, Βερμεντάνες, Βουτυράχλαδα, Γαραφέλια, Δροσάπιδα, Καμπάνες), ενώ άλλες μόνο σε χωριά της Λευκάδας (Κόκκινα, Κολοκυθάπιδα, Κυδωνάπιδα, Χειράπιδα). Και μόνο η παράθεση των ονομάτων δείχνει τον πολύ μεγάλο πλούτο που υπήρχε και μπορεί να υπάρχει ακόμα  στη Λευκάδα και το Μεγανήσι. Η συκιά είναι μία άλλη παρόμοια περίπτωση με 9 συνολικά ποικιλίες, με 4 από αυτές να αναφέρονται μόνο στο Μεγανήσι (Κοτσιφόσυκα, Μαυρόσυκα, Τσεπελόσυκα και Χοντρόσυκα). Η ποικιλία Λιβανοσυκιά αναφέρθηκε και στη Λευκάδα και στο Μεγανήσι αλλά με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η ποικιλία Βρακατσάνος (βλ. Εικόνα 9) ήταν η περισσότερο κοινή και στη Λευκάδα και στο Μεγανήσι. Χαρακτηριστικό της είναι ότι καρποφορεί δύο φορές, η πρώτη μέσα Ιουνίου με αρχές Ιουλίου και η δεύτερη στα μέσα Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου. Ο καρπός της πρώτης περιόδου καρποφορίας είναι διπλάσιος σε μέγεθος και πιο νόστιμος από ότι εκείνος της δεύτερης. Καρποί της δεύτερης περιόδου βρέθηκαν και κατά την διάρκεια της έρευνας (βλ. Εικόνα19). Η παράθεση των παραπάνω τοπικών ονομάτων για την αχλαδιά και την συκιά δεν αποκλείει την ύπαρξη συνώνυμων μεταξύ τους, αφού είναι δυνατόν το ίδιο δέντρο να ονομάζεται διαφορετικά ακόμα και σε κοντινές περιοχές (π.χ. Λευκάδα και Μεγανήσι). Η αμυγδαλιά έχει μεγάλη παρουσία στο νησί και ο καρπός της χρησιμοποιείται για την παρασκευή του ποτού σουμάδα, ενώ αναφέρθηκε πως στο Καλαμίτσι υπήρχε παλιότερα βιοτεχνία παρασκευής ψίχας αμυγδάλου που οι πωλήσεις της έφταναν μέχρι την Αθήνα. Επίσης στο Καλαμίτσι σύμφωνα με μαρτυρία υπήρχε τοπική ποικιλία ροδακινιάς με το όνομα Μοσχούδι, η οποία θεωρούταν το καλύτερο ροδάκινο της Λευκάδας. Μερικές ακόμα ποικιλίες που αναφέρθηκαν όπως φάνηκε στον Πίνακα 11 ήταν η δαμασκηνιά (Μπουρνέλες, Βαρδάτσες), η νεραντζοπορτοκαλιά, το ρόδι (Κρασόροδο και αναφέρθηκε μόνο στον Βουρνικά), η μουριά (Σκαμνιά) κ.ά.


Ε.2 Η σημασία των τοπικών ποικιλιών

                Όπως αναφέρθηκε και στην παράγραφο Β.2, οι τοπικές ποικιλίες δεν αποτελούν κάτι στατικό που δημιουργήθηκε κάποτε και τώρα πρέπει να προστατευθεί σαν έκθεμα σε μουσείο. Οι τοπικές ποικιλίες είναι μέρος της γενικότερης παραδοσιακής γνώσης η οποία δημιουργήθηκε μέσα στο πέρασμα του χρόνου και ανάλογα με τις κοινωνικοϊστορικές συνθήκες της κάθε εποχής. Αναλυτικότερα, η παραδοσιακή γνώση είναι η γνώση, οι καινοτομίες και οι πρακτικές που εφαρμόζονται από τις εκάστοτε αυτόχθονες και τοπικές κοινωνίες, προσαρμοσμένες στις τοπικές κουλτούρες και το περιβάλλον και κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για γνώση συλλογική η οποία αποτυπώνεται, εκτός από τα ήθη, τα έθιμα κλπ., και στις γεωργικές πρακτικές. Καθώς σε αυτή βασίζονται οι γνώσεις και οι πρακτικές που ακολουθούνταν για αιώνες στο γεωργικό τομέα κάθε περιοχής, αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για τη διατήρηση της αγροβιοποικιλότητας και παράγοντα αειφόρου ανάπτυξης (Χρηστίδου, 2008).

Ε.3 Τρόποι αξιοποίησης των τοπικών ποικιλιών στις σημερινές συνθήκες

Ε.3.1 Χρησιμότητα των τοπικών ποικιλιών

 Οι τοπικές ποικιλίες αποτέλεσαν και αποτελούν μέρος της ιστορίας, του πολιτισμού και της οικονομίας του κάθε τόπου. Όμως δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο σαν παρελθόν, αλλά και σαν μελλοντικό δυναμικό. Η χρησιμότητα των τοπικών ποικιλιών συνοψίζεται στα παρακάτω:
1.       Στην παραγωγή τοπικών εδεσμάτων τα οποία απαιτούν την ύπαρξη των κατάλληλων πρώτων υλών (π.χ. Μεσογειακή διατροφή, αγροτουρισμός, δημιουργία προϊόντων Π.Ο.Π-Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης). Η κατοχύρωση των τοπικών ποικιλιών της Λευκάδας στα πλαίσια της Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.) ή της Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (Π.Γ.Ε.) μπορεί να συμβάλλει στην ανάδειξη και προώθησή τους και σε αγορές εκτός του νησιού, αλλά να ωφελήσει και τις περιοχές που αυτές καλλιεργούνται (Θανόπουλος κ.ά., 2008). Σημειώνεται πως κανένα προϊόν της Λευκάδας δεν είναι Π.Ο.Π. ή Π.Γ.Ε. (Οργανισμός Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων Υ.Α.Α.Τ-http://www.agrocert.gr/pages/content.asp?cntID=26&catID=15). Το ότι η Λευκάδα αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς στη Μεσόγειο, μπορεί να συνδυαστεί με οργανωμένες επισκέψεις τουριστών σε αγροκτήματα που καλλιεργούνται ντόπιες Λευκαδίτικες ποικιλίες, να μάθουν για τον τρόπο καλλιέργειας, τα χαρακτηριστικά τους και να γευτούν κάποια από τα τοπικά πιάτα που προκύπτουν από αυτές. Τέλος, κάποια από τα εστιατόρια στο νησί θα μπορούσαν μέσω συνεργασιών με τους παραγωγούς να ενσωματώσουν στο μενού τους πιάτα τοπικών εδεσμάτων (για παράδειγμα φακή Εγκλουβής ή λαθύρι Καρυάς) μαγειρεμένα με τον πατροπαράδοτο τρόπο ή νέες συνταγές.
2.       Στην ενδυνάμωση της τοπικής οικονομίας ιδιαίτερα σε απομονωμένες περιοχές (Θανόπουλος κ.ά., 2010)
3.       Στην ανάσχεση του κυρίαρχου καταναλωτικού προτύπου στον τομέα των αγροτικών προϊόντων που συνίσταται στην ομοιομορφία και στην απουσία ιδιαίτερων και διακριτών χαρακτηριστικών από αυτά. Σε αυτή τη κατάσταση οδήγησε η τάση ομογενοποίησης των καλλιεργούμενων ποικιλιών (Θανόπουλος κ.ά., 2008, Θανόπουλος κ.ά., 2010)
4.       Στην, μέσω των προγραμμάτων βελτίωσης, δημιουργία ποικιλιών κατάλληλων για βιολογική γεωργία και για γεωργία χαμηλών εισροών (Θανόπουλος κ.ά., 2008, Θανόπουλος κ.ά., 2010). Πρέπει να τονιστεί πως η χρήση σε μεγάλο βαθμό του ίδιου γενετικού υλικού για την παραγωγή εμπορικών ποικιλιών, έχει περιορίσει το εύρος της γενετικής βάσης τους,  κάτι που δύναται να δημιουργήσει έντονα προβλήματα στο μέλλον (π.χ. μειωμένη αντοχή σε παθογόνα). Το μοντέλο της γεωργίας χαμηλών εισροών και της βιολογικής γεωργίας φαίνεται να είναι πραγματικά ιδανικό για την Λευκάδα αφού αρκετή από την καλλιεργήσιμη γη  είναι ημιορεινή ή ορεινή και τα τεμάχια γης μικρού μεγέθους ως επί το πλείστον. Τέλος, σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες, τα περισσότερα από τα ετήσια φυτά καλλιεργούνται ήδη χωρίς χρήση φυτοφαρμάκων και περιττών λιπασμάτων (π.χ. φακή Εγκλουβής, ρεβίθι, κόκκινο σκόρδο, ντοματάκι και λαθύρι στην Καρυά κτλ)

Ε.3.2 Προϋποθέσεις και όρια στη χρήση των τοπικών ποικιλιών

Η τοπικές ποικιλίες δεν αποτελούν τη λύση σε όλα τα προβλήματα του γεωργικού τομέα της Λευκάδας, ούτε σημαίνει πως δεν έχουν κάποια εγγενή αρνητικά χαρακτηριστικά και οι ίδιες. Οι πληροφορίες που έδωσαν οι ερωτηθέντες για τις τοπικές ποικιλίες που υπήρχαν, τα χαρακτηριστικά τους, τους τρόπους καλλιέργειας, τα τοπικά πιάτα και τα παράγωγά τους είναι πολύτιμες. Το γενετικό υλικό που συγκεντρώθηκε, αλλά και αυτό που θα συγκεντρωθεί στο μέλλον θα πρέπει να αξιολογηθεί και να μελετηθεί από επιστημονικούς φορείς (Γεωπονικά Πανεπιστήμια, Τράπεζα Γενετικού Υλικού, ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) ώστε να κατανοηθούν και να καταγραφούν τα χαρακτηριστικά εκείνα και οι ιδιότητες που κάνουν το κάθε είδος ιδιαίτερο και μοναδικό. Οι μελέτες αυτές είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν με επαναλήψεις στον χώρο (σπορά και μελέτη σε αγρό του Πανεπιστημίου και σε αγρό στον φυσικό τους χώρο, την Λευκάδα) και στον χρόνο (σπορά δύο ή τρεις διαφορετικές χρονιές).
Υπάρχουν κάποια στοιχεία σχετικά με τις τοπικές ποικιλίες που θα πρέπει να γίνουν κατανοητά. Οι τοπικές ποικιλίες δεν έχουν μεγάλες αποδόσεις συγκρινόμενες με τις εμπορικές, ούτε καλλιεργήθηκαν εντατικά με χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων στο παρελθόν. Πολλές από αυτές δεν ήταν καν αρδευόμενες. Είναι φανερό λοιπόν πως ενδεχόμενη επαναφορά τους θα απαιτούσε ένα πλαίσιο γεωργίας χαμηλών εισροών και ολοκληρωμένη ή βιολογική καλλιέργεια όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη παράγραφο. Η επιλογή των αγροτών άλλωστε όλα τα χρόνια που τις χρησιμοποιούσαν, δημιούργησε φυτά προσαρμοσμένα στο περιβάλλον και στο μικροκλίμα της κάθε περιοχής τα οποία έδιναν τα καλύτερα αποτελέσματα με τις λιγότερες δυνατές φροντίδες από την πλευρά του αγρότη. Ένα ακόμα θέμα είναι εκείνο της εμπορίας των προϊόντων των τοπικών ποικιλιών. Για παράδειγμα μία ενδεχόμενη εμπορική διάθεση της τοπικής τομάτας «Καραμπόλα» δεν θα ήταν εύκολο να γίνει εκτός του νησιού, αφού σύμφωνα με τις μαρτυρίες πρόκειται για λεπτόφλουδη ποικιλία η οποία δεν θα έχει αντοχή στις καταπονήσεις των μακρινών μεταφορών. Άρα ο σχεδιασμός της διάθεσης θα πρέπει να γίνει με ρεαλιστικά κριτήρια και με βάση τους περιορισμούς της κάθε ποικιλίας.

Ε.3.3 Ένταξη τους στην τοπική αναπτυξιακή πολιτική

Η χάραξη μια πολιτικής ανάπτυξης των τοπικών ποικιλιών με στόχο την ένταξη τους στην τοπική οικονομία έρχεται αντιμέτωπη με τα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας και οικονομίας, όπως ο γερασμένος αγροτικός πληθυσμός, ο πολυτεμαχισμένος κλήρος, η χαμηλή συνεταιριστική συνείδηση, η έλλειψη γεωργικής εκπαίδευσης, το κόστος των εφοδίων, τις ελλείψεις των ελεγκτικών μηχανισμών για την εμπορία των προϊόντων. Ειδικότερα για τη Λευκάδα η επικράτηση του τουρισμού σαν κύριας, αν όχι αποκλειστικής απασχόλησης, δυσκολεύει την αγροτική δραστηριότητα. Όμως οι τοπικές ποικιλίες μπορούν να συμβάλλουν στην διαφοροποίηση του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος είτε σαν μέρος του αγροτικού τοπίου είτε στην γαστρονομία. Οι δυσκολίες και οι δυνατότητες που αναφέρθηκαν μπορεί να ξεπεραστούν με συγκεκριμένους στόχους και προσπάθεια όπως φαίνεται από την εμπειρία άλλων περιοχών.    
Σε όλη αυτή τη προσπάθεια επαναφοράς και χρήσης των τοπικών ποικιλιών, οι τοπικοί φορείς αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι. Ο σχεδιασμός της προβολής των προϊόντων στη Λευκάδα, αλλά και εκτός Λευκάδας για όσα αποφασιστεί ότι θα διατίθενται στην υπόλοιπη Ελλάδα, είναι ένα κομμάτι που θα μπορούσε να υλοποιηθεί από τους Δήμους της Λευκάδας ή από την Τ.Ε.Δ.Κ., άλλους φορείς και ιδιώτες μέσω του διαδικτύου, με την έκδοση φυλλαδίων που θα μοιράζονται στους τουρίστες και θα τους πληροφορούν για τα τοπικά προϊόντα του νησιού, τα χαρακτηριστικά τους και την μοναδικότητά τους και τέλος μέσω διαφημίσεων στον τύπο (εφημερίδες και περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας). Οι συσκευασίες θα μπορούσαν να έχουν στην ετικέτα μία κοινή για όλα τα αντίστοιχα προϊόντα ένδειξη όπως για παράδειγμα «Αυθεντική γεύση Λευκάδας». Αυτό απαιτεί σήμα πιστοποίησης που θα αναλάβει κάποιος πιστοποιητικός οργανισμός. Τα προηγούμενα θα μπορούσαν να ενταχθούν σε επιδοτούμενα προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Άλλα σχήματα που θα βοηθούσαν τη προσπάθεια είναι η δημιουργία συνεταιρισμών από τους παραγωγούς των τοπικών ποικιλιών, αλλά και πρωτοβουλίες πολιτών μέσω τοπικών οργανώσεων που σίγουρα υπάρχουν στην Λευκάδα. Δημιουργία του «Λευκαδίτικου καλαθιού» που θα περιέχει ένα μπουκάλι κρασί, ένα μπουκάλι λάδι, φακή, λαθούρι κλπ. μαζί με επεξηγηματικό κείμενο και θα πουλιέται σε τουριστικά καταστήματα. Επίσης τα εστιατόρια που παρασκευάζουν φαγητά από Λευκαδίτικες τοπικές ποικιλίες μπορούν να διαθέτουν ειδικό σήμα. Όλα αυτά πρέπει να συμβαδίζουν από την παραγωγή μέχρι την διάθεση ώστε να υπάρχει μια σταθερότητα στην παρουσία των τοπικών προϊόντων για να εδραιώνονται στη συνείδηση του καταναλωτή.

Ε.3.4 Οριζόντιες ενέργειες

Ε.3.4.1 Συνειδητοποίηση και ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας

                Η ονομασία «τοπικές ποικιλίες» από μόνη της εμπεριέχει την ύπαρξη του παράγοντα «τόπος». Άλλωστε, οι ντόπιοι είναι εκείνοι οι οποίοι στο πέρασμα του ιστορικού χρόνου χρησιμοποίησαν και ως ένα βαθμό διαμόρφωσαν μέσω της επιλογής τους, σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες, τις καλλιέργειες αυτές. Σήμερα, που ο άνθρωπος απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τη φύση, είναι ακόμα πιο σημαντικό να συνειδητοποιήσουν πρώτα οι ίδιοι οι Λευκαδίτες την αξία και τη μοναδικότητα των τοπικών ποικιλιών του τόπου τους. Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι το ξεκίνημα της ευαισθητοποίησης από την παιδική ηλικία και ο ρόλος του σχολείου είναι πολύ σημαντικός. Εκδηλώσεις, όπως συλλογή σπόρων, καταγραφή πληροφοριών για τις συνθήκες καλλιέργειας, τις φροντίδες, τις ιδιαιτερότητες, αλλά και τις χρήσεις των καλλιεργούμενων ποικιλιών της Λευκάδας, ακόμα και αυτών που πλέον δεν χρησιμοποιούνται, θα έκανε τα παιδιά να μάθουν καλύτερα το παρελθόν του τόπου τους. Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί το λινάρι. Θα μπορούσαν να λεχθούν πολλά για την καλλιέργεια του, για τα πολλά στάδια της επεξεργασίας του και τέλος για τη γκάμα των προϊόντων που παράγονταν από αυτό και πρόσφεραν πολλά στους Λευκαδίτες σε εποχές πείνας και ανέχειας. Πέρα από το ρόλο του σχολείου στην ευαισθητοποίηση των νέων σχετικά με τις τοπικές ποικιλίες της Λευκάδας, σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να παίξουν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης με την κατάρτιση προγραμμάτων επισκέψεων σε χωράφια, συζήτησης με αγρότες και παραγωγούς, καθώς και συγγραφής εργασιών για συγκεκριμένες τοπικές ποικιλίες (διαφορετική καλλιέργεια ανά άτομο ή ομάδα ατόμων).
                Από τις συζητήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της έρευνας διαπιστώθηκε πως οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες, οι οποίοι ήταν κατά πλειοψηφία ηλικίας άνω των 50 ετών, αναπολούσαν τα χρόνια της (λιγότερης ή περισσότερης) αυτοτέλειας που τους προσέφερε η γεωργία. Αυτοτέλεια η οποία πήγαζε όχι μόνο από το εισόδημα που εξασφάλιζαν από τις καλλιέργειες (ελιά και αμπέλι κυρίως), αλλά από τα φρούτα και τα λαχανικά που καλλιεργούσαν οι ίδιοι στους κήπους τους χωρίς να χρειαζόταν να αγοράσουν κάτι ή εν πάση περιπτώσει ελάχιστα πράγματα. Αν κάποιος είχε έλλειψη από ένα λαχανικό για παράδειγμα, έπαιρνε από τον συγχωριανό του που είχε περίσσεμα και ως αντάλλαγμα του έδινε κάτι άλλο που είχε αυτός σε περίσσεια. Είχε δημιουργηθεί ακούσια ένα δίκτυο αλληλοϋποστήριξης που εξασφάλιζε την επιβίωση των τοπικών ποικιλιών. Στη σημερινή εποχή, έχει αρχίσει να συνειδητοποιείται όπως είπαμε η απώλεια αυτού του πλούτου και έχει αρχίσει να επανεκτιμάται αυτό που έχει σχεδόν χαθεί. Γι ‘αυτό το λόγο είναι απαραίτητη η δημιουργία, μετά τις αλλαγές που έχουν σημειωθεί στην κοινωνία της Λευκάδας, ενός νέου δικτύου αλληλοϋποστήριξης και προώθησης των τοπικών ποικιλιών μεταξύ των Λευκαδιτών. Εφόσον υπάρχει το ενδιαφέρον, έστω από έναν μικρό πυρήνα ανθρώπων αρχικά, για την επανεμφάνιση των τοπικών ποικιλιών στο προσκήνιο, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα μικρό δίκτυο διατήρησης και προώθησης των τοπικών ποικιλιών από Λευκαδίτες που διαθέτουν κάποιες από αυτές σε Λευκαδίτες που δεν έχουν αλλά θα ήθελαν να καλλιεργήσουν ξανά τα παλιά ντόπια προϊόντα. Άνθρωποι οι οποίοι ενσυνείδητα διατηρούν ντόπιες ποικιλίες υπάρχουν (πατήρ Κώστας Βουκελάτος στο Κομηλιό, Χάρης Βανδώρος στην Εγκλουβή, Ανδρέας Κατωπόδης και πατήρ Ξενοφώντας Καρφάκης στην Καρυά) και μαζί με άλλους θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα επιστημονικά καθοδηγούμενο δίκτυο διατηρητών στη Λευκάδα.

Ε.3.4.2 Τρόποι διατήρησης των τοπικών ποικιλιών 

                Οι τρόποι για την διατήρηση των φυτογενετικών πόρων γενικότερα και των ντόπιων ποικιλιών ειδικότερα, είναι δύο:  ο «εκτός τόπου» (ex situ) και ο «εντός τόπου» (in situ). Με τον πρώτο, η ποικιλότητα διατηρείται έξω από το φυσικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκε, ενώ με τον δεύτερο εντός αυτού.
Ε.3.4.2.1 Διατήρηση εκτός τόπου (Ex situ)         
                Πρόκειται για την διατήρηση σε τράπεζες γενετικού υλικού, ερευνητικά ιδρύματα ή πανεπιστήμια και αποτελεί μέχρι τώρα τη βασική στρατηγική διατήρησης. Περιλαμβάνει τη συλλογή, ταξινόμηση, αξιολόγηση και αξιοποίηση της αγροβιοποικιλότητας. Μερικά βασικά πλεονεκτήματα αυτού του τύπου της διατήρησης είναι η άμεση διαθεσιμότητα του υλικού στους παραγωγούς, η λειτουργία τους ως «θησαυροφυλάκια» σε περιπτώσεις απότομης απώλειας της ποικιλότητας από μία περιοχή (π.χ. από φυσικές καταστροφές) και η αποθήκευση πέρα από τους σπόρους και πληροφοριών για την κάθε καλλιέργεια. Κυριότερο μειονέκτημα της ex situ διατήρησης είναι η ουσιαστικά μη περαιτέρω εξέλιξη των φυτών διότι ακόμα και ο κατά καιρούς αναπολλαπλασιασμός τους, γίνεται μακριά από τον τόπο καταγωγής τους και όχι κάθε χρόνο, όπως σε φυσιολογικές συνθήκες. Κατά κάποιο τρόπο η γενετική πληροφορία μένει «παγωμένη» στην τελευταία χρονιά συλλογής από τον τόπο καταγωγής της ποικιλίας. Επιπρόσθετο μειονέκτημα αποτελεί και το αρκετά μεγάλο κόστος της όλης διαδικασίας (εγκαταστάσεις, θάλαμοι αποθήκευσης, δημιουργία-διατήρηση-ανανέωση βάσης δεδομένων, αναπολλαπλασιασμός σε πειραματικούς αγρούς κτλ.) (Χρηστίδου, 2008). Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 12 η Τράπεζα Γενετικού Υλικού διατηρεί είδη που συλλέχτηκαν στην Λευκάδα. Τα είδη που συλλέχτηκαν στην διάρκεια αυτής της μελέτης φυλάσσονται στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ε.3.4.2.2 Διατήρηση εντός τόπου (In situ)
                Η in situ διατήρηση των τοπικών ποικιλιών είναι ουσιαστικά η διαδικασία που ακολουθούταν όλα τα χρόνια από τους γεωργούς πριν την αντικατάσταση των ντόπιων ποικιλιών από τις βελτιωμένες ή τις εμπορικές. Γίνεται σπορά κάθε χρόνο στην περιοχή καταγωγής της κάθε καλλιέργειας και ο σπόρος  για την επόμενη χρονιά φυλάγεται από τον ίδιο τον παραγωγό. Η διαδικασία αυτή είναι πλέον επιστημονικά καθοδηγούμενη,  λειτουργεί συμπληρωματικά της ex situ  διατήρησης και υποστηρίζει την διαδικασία ανάπτυξης και προσαρμογής των φυτών στο περιβάλλον τους, διατηρεί την βιοποικιλότητα και επιτρέπει στους γεωργούς να έχουν άμεση πρόσβαση στους φυτογενετικούς πόρους. Ωστόσο, η μη ενασχόληση των νέων ανθρώπων με τη γεωργία, καθώς και η προϋπόθεση της παροχής οικονομικής στήριξης στους αγρότες ως κίνητρο για την διατήρηση στον αγρό, αποτελούν προσκόμματα στην διαδικασία αυτή (Χρηστίδου, 2008). Σε αυτά τα πλαίσια η δημιουργία ενός δικτύου διατηρητών, όπως προαναφέρθηκε, που θα περιλαμβάνει ετήσια και πολυετή είδη θα αποτελέσει μια πολύ σημαντική δράση για την «εντός τόπου» διατήρηση των τοπικών ποικιλιών.
Ε.3.4.2.3 Μητρική φυτεία Αμπέλου (Γεωργικό Πάρκο Λευκάδας)
                Η Λευκάδα διαθέτει μεγάλο αριθμό ποικιλιών αμπελιού αν και δύο χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο, το Βερτζαμί και η Βαρδέα. Οι υπόλοιπες καλλιεργούνται είτε ως πολύ λίγα πρέμνα μέσα σε αμπελώνες των δύο προαναφερθέντων, είτε μόνες τους σε πολύ μικρές εκτάσεις, είτε βρίσκονται ως κληματαριές σε κήπους και σε αυλές. Αυτές οι ποικιλίες (Πατρινό, Μαυροπάτρινο, Μαυροδάφνη, Κοκκινοστάφυλλο, Μαυρουδίτσα, Ασπροβάρτζαμο, Θειακό, Χλώρη, Μοσχάτο, Αετονύχι, Βοϊδομάτης, Κέρινο, Κορίθι, Λαόρκος, Μακρυστάφυλλο, Μυγδάλι, Παραχωρήτικο, Πιπεριόνος, Σταφίδα μαύρη, Σταφίδα άσπρη, Ρομπόλα) σταδιακά μπορεί να εξαφανιστούν. Η αυξητική τάση συμμετοχής στο πρόγραμμα εκρίζωσης αμπελώνων δείχνει το μέγεθος του προβλήματος, οπότε είναι αναγκαία η διάσωσή και η μελέτη των ποικιλιών αυτών. Υπάρχουν παραδείγματα, όπου οι Ενώσεις Συνεταιρισμών της Σαντορίνης και της Πάρου, αξιοποιώντας Ευρωπαϊκά και εθνικά προγράμματα δημιούργησαν μητρικές φυτείες των ποικιλιών τους απαλλαγμένων ασθενειών. Έτσι πέτυχαν τόσο την διάσωση των ποικιλιών τους όσο και την παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού απαλλαγμένου ασθενειών.
Ενέργειες:
·         συζήτηση, ευαισθητοποίηση αμπελουργικών-οινοποιητικών φορέων (Συνεταιριστικούς, ιδιωτικούς) του νησιού για την υλοποίηση ενός σχετικού προγράμματος και με δικιά τους χρηματοδότηση και σε συνεργασία με Γεωπονικά Πανεπιστήμια και το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. (επαφή με Πάρο, Σαντορίνη για την πληροφόρηση επί των διαδικασιών, εμπειριών και διευκρίνισης του κόστους)
·         εφ’ όσον εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση, επιλογή κατάλληλου χώρου ή χώρων,  συλλογή ποικιλιών και κλώνων αμπέλου από τη Λευκάδα από γεωπόνους αμπελουργίας και εγκατάσταση τους στον επιλεγμένο και κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο. Αξιοποίηση των ποικιλιών  της Λευκάδας που υπάρχουν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη (π.χ. από τη συλλογή της τράπεζας Γενετικού Υλικού του 1983)
·         παράλληλα μπορεί να μελετώνται τα αμπελογραφικά και οινοποιητικά χαρακτηριστικά τους, η συγγένεια μεταξύ τους και με άλλες ποικιλίες αμπέλου εκτός Λευκάδας και να γίνεται δοκιμαστική οινοποίηση
Σταδιακά ο χώρος αυτός θα μπορούσε να επεκταθεί ώστε να φιλοξενήσει και οπωρώνες με μικρό αριθμό δέντρων της τοπικής γεωργικής παράδοσης (θα ακολουθηθούν διαδικασίες παραπλήσιες με αυτές της αμπέλου), καθώς και μικρές εκτάσεις όπου θα σπέρνονται ετήσιες τοπικές καλλιέργειες (φακή, λαθούρι, σιτάρι, λινάρι αν μπορέσει και σωθεί τελικά κ.ά.). Ο χώρος θα είναι επισκέψιμος για το κοινό και ενδεχομένως να υπάρχει και μικρό κατάστημα πώλησης τοπικών προϊόντων. Ουσιαστικά θα πρόκειται για ένα γεωργικό πάρκο που θα περικλείει την γεωργική παράδοση του νησιού.

Ε.4 Ποιες τοπικές ποικιλίες προτείνονται για αξιοποίηση

Ε.4.1 Φακή Εγκλουβής

Η καλλιέργεια της φακής στο οροπέδιο της Εγκλουβής χάνεται μέσα στο χρόνο. Όχι μόνο το προϊόν που παράγεται, αλλά και όλα τα  στάδια από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή, το αλώνισμα και το μαγείρεμα, αποτελούν διαδικασία που πρέπει να αναδειχθεί και να προβληθεί (ίσως και στο πίσω μέρος της συσκευασίας με τα στάδια καλλιέργειας, πατροπαράδοτες συνταγές μαγειρέματος κλπ). Επειδή πρόκειται για ποικιλία που καλλιεργείται ακόμα είναι εύκολο να βρεθεί σπόρος. Μπορεί να γίνει προσπάθεια χαρακτηρισμού ως Π.Ο.Π. και να πωλείται σε συσκευασίες εμπορίου με σήμα  αυθεντικού προϊόντος της Λευκάδας. Επίσης, λόγω της πλήρους απουσίας (όπως τονίστηκε στις συνεντεύξεις) χρήσης φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας, θα μπορούσε μέσω της κατάλληλης πιστοποίησης να χαρακτηριστεί βιολογικό προϊόν. Αντί συστήματος μονοκαλλιέργειας θα ήταν καλύτερο να εφαρμοστεί σύστημα αμειψισποράς σύμφωνα με το οποίο στο ίδιο χωράφι θα σπέρνεται τη μία χρονιά φακή και την επόμενη κάποιο σιτηρό (π.χ. σιτάρι ή βρώμη). Αυτό βέβαια θα γίνει σε συνδυασμό με την ποσότητα της φακής που θα πρέπει να παραχθεί ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες της αγοράς. Η σκέψη από κάποιους ανθρώπους στην Εγκλουβή (Χάρης Βανδώρος-προσωπική επικοινωνία) και άλλα χωριά για δημιουργία ομάδων παραγωγών όχι μόνο για την καλύτερη προώθηση της φακής αλλά και άλλων τοπικών προϊόντων, αποτελεί ένα καλό πρώτο βήμα και πρέπει να υποστηριχθεί.
·         Ομάδα Παραγωγών είναι το κάθε νομικό πρόσωπο (Συνεταιρισμός, Α.Ε., Ε.Π.Ε. κλπ) που έχει συσταθεί με πρωτοβουλία αγροτών και με εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας έχουν καθορίσει κανόνες παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων που παράγουν (Γεωργική Ανάπτυξη Α.Ε.-http://www.georgikianaptixi.gr/ AFF58653.el.aspx)
·         Οργάνωση Παραγωγών σύμφωνα με την κοινοτική και εθνική νομοθεσία, είναι κάθε πρόσωπο (Συνεταιρισμός, Α.Ε. κλπ) που έχει συσταθεί με πρωτοβουλία παραγωγών που καλλιεργούν και παράγουν συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων τα οποία προορίζονται για νωπή κατανάλωση ή μεταποίηση (Γεωργική Ανάπτυξη Α.Ε.- http://www.georgikianaptixi.gr/AFF58653.el.aspx)
Πρέπει να τονιστεί πως για την εμπορία της φακής αλλά και για τα άλλα προϊόντα χρειάζεται να εξασφαλίζεται η προέλευση του προϊόντος και να μην παρουσιάζονται φαινόμενα νοθείας με εισαγωγή σπόρου από άλλες περιοχές. Τέτοιες πρακτικές μπορεί να εξασφαλίζουνε κέρδη για ορισμένους, αλλά υπονομεύουνε το τοπικό όνομα του προϊόντος. Η τυποποίηση του προϊόντος θα βελτιώσει την πρόσβαση του στην αγορά και θα μειώσει σχετικά τη νοθεία. Η φήμη της φακής Εγκλουβής ξεπερνά τα όρια της Λευκάδας οπότε θα ήταν δυνατή προοδευτικά και η πανελλήνια πώληση περιορισμένης ποσότητας σε επιλεγμένα καταστήματα.

Ε.4.2 λαθύρι Καρυάς

                Πρόκειται για περίπτωση ανάλογη με τη φακή Εγκλουβής. Το λαθούρι καλλιεργείται στον κάμπο της Καρυάς χωρίς την χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων σύμφωνα με τις μαρτυρίες (πατήρ Ξενοφώντας Καρφάκης, Ανδρέας Κατωπόδης- προσωπική επικοινωνία) οπότε θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί βιολογικό προϊόν. Μαγειρεύεται βραστό όπως η φακή, επιδρά ευεργετικά στο στομάχι, ενώ χρησιμοποιούταν παλιότερα στις παιδικές τροφές Γιώτης (πατήρ Ξενοφώντας Καρφάκης, Ανδρέας Κατωπόδης- προσωπική επικοινωνία).
Ενέργειες:
·         έρευνα αγοράς για το λαθύρι Καρυάς
·         δαπάνη υποδομής, πιθανή πιστοποίηση, έρευνα για ενδιαφερόμενους για τυποποίηση στη Λευκάδα

Ε.4.3 Σιτάρι «Ξυλόκαστρο» και Γκρινιάς

                Η ποικιλία «Ξυλόκαστρο» είναι παλιά βελτιωμένη ποικιλία μαλακού σιταριού που τύχαινε ευρείας καλλιέργειας στη Λευκάδα για παραγωγή ψωμιού. Από μερικούς ερωτηθέντες παρουσιαζόταν ως σκληρό και από άλλους ως μαλακό σιτάρι. Όπως προαναφέρθηκε, κανονικά πρόκειται για ποικιλία μαλακού σιταριού. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται σπορά, ώστε να διαπιστωθεί αν είναι η ποικιλία «Ξυλόκαστρο», αν υπάρχουν προσμίξεις και γενικά για μελέτη των χαρακτηριστικών της.
Ενέργειες:
·         αναπαραγωγή στη Λευκάδα αλλά και σε πειραματικούς αγρούς κάποιου γεωπονικού πανεπιστημίου (για λόγους ασφαλείας) και η παραγόμενη ποσότητα (πρωτίστως της Λευκάδας) ξανασπέρνεται για αναπαραγωγή και μοίρασμα στους ενδιαφερόμενους
·         μελέτη της ομοιομορφίας, της καθαρότητας και της σταθερότητας της ποικιλίας Ξυλόκαστρο από κάποιο ερευνητικό ίδρυμα και με βάση τα αποτελέσματα να αποφασιστεί η επανεγγραφή στον Εθνικό κατάλογο ποικιλιών (ποσότητα σπόρου μαζί με στάχεις που πρέπει να δοθούν στο ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., κάλυψη παραβόλου κτλ)
Ο Γκρινιάς είναι τοπική ποικιλία μαλακού σίτου που καλλιεργείται ακόμα σε πολύ μικρή έκταση στη Λευκάδα (Μαρία Παπαλεξάνδρου-προσωπική επικοινωνία). Επειδή πρόκειται για τοπική ποικιλία, πρώτα θα πρέπει να καλλιεργηθεί για μελέτη των χαρακτηριστικών και της ετερογένειας που διαθέτει. Αυτό μπορεί να γίνει ταυτόχρονα σε αγρούς ερευνητικών ιδρυμάτων και σε αγρούς στην Λευκάδα που θα ανήκουν σε άτομα που θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον να συμμετέχουν.

Ε.4.4 Φασόλια Λευκάδας

                Υπάρχει ακόμα μεγάλος πλούτος ποικιλιών φασολιών στη Λευκάδα όπως μαρτυρούν τα δείγματα που βρέθηκαν (μπαρμπούνια, κίτρινα, πήχες, κρεατοφάσουλα, αμπελοφάσουλα ή βελονάκια) με αρκετά ποικίλους τρόπους μαγειρέματος. Για παράδειγμα οι πήχες προτιμώνται βραστές για σαλάτα, ενώ στο Μεγανήσι βρέθηκαν βραστές μαζί με τον λοβό σε λαδόξυδο. Λέχθηκε ακόμα πως το ζουμί τους το χρησιμοποιούσαν για σκορδαλιά. Τα κίτρινα φασόλια μαγειρεύονται καλύτερα γιαχνί με κρέας, ντομάτα και κρεμμύδι, ενώ τα μπαρμπούνια κάνουν καλή φασολάδα. Τέλος τα κρεατοφάσουλα έχουν γεύση κρέατος και μαγειρεύονται καλύτερα βραστά για σαλάτα. Εφόσον υπάρχει σπόρος ακόμα, έστω και σε μικρές ποσότητες στους κήπους ηλικιωμένων μπορεί να γίνει μια αρχή. Εξάλλου, κάποια από αυτά διακινούνται και πωλούνται ακόμα στην τοπική αγορά της Λευκάδας.
Ενέργειες:
·         έρευνα αγοράς για τις ποικιλίες φασολιών της Λευκάδας (αρχικά μπορεί να επιλεγεί μόνο μία πιλοτικά π.χ. οι πήχες)
·         δαπάνη υποδομής, ακριβής διαδικασία αδειοδότησης και πιθανή πιστοποίηση του προϊόντος
·         έρευνα για ενδιαφερόμενους (ιδιώτες, συνεταιρισμοί κλπ) για τυποποίηση στη Λευκάδα. Για την τυποποίηση απαιτείται εξοπλισμός που αποτελείται από καθαρτήριο, φούρνο ξήρανσης και συσκευαστήριο, ενώ είναι απαραίτητη και άδεια τυποποίησης και μεταποίησης από τη Διεύθυνση Βιομηχανίας του Νομού.

Ε.4.5 Πισάρα και άφκος Λευκάδας

                Όπως προαναφέρθηκε πρόκειται για ψυχανθή αλλά είναι απαραίτητη η μελέτη των φυτών αυτών για να γίνει η πλήρης ταυτοποίηση τους και να καταγραφούν τα χαρακτηριστικά τους. Όμως λόγω του ιδιαίτερου ονόματος και της αναγνώρισης από τους Λευκαδίτες θα μπορούσαν μετά από τις κατάλληλες ενέργειες (ανάλογες με εκείνες του φασολιού) να προκύψουν τυποποιημένα ντόπια προϊόντα.

Ε.4.6 Ο Λευκαδίτικος Αμπελώνας

Ο Λευκαδίτικος αμπελώνας αναμφισβήτητα διαθέτει ένα πλούτο ποικιλιών που και πρέπει να διατηρηθούν και να αξιολογηθούν, όπως τονίζεται πιο πάνω, δοκιμάζοντας διάφορους συνδυασμούς ώστε αν είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν περισσότερες ποικιλίες. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα στην Λευκάδα. Η φύτευση ξένων ποικιλιών αμπέλου δεν προσφέρει κάποιο πλεονέκτημα αντίθετα παράγεται ένα προϊόν που υπολείπεται σε ποιότητα σε σχέση με αυτό από τον τόπο καταγωγής (Σταυρακάκης, 2003) και δεν έχει την απαιτούμενη διακριτότητα. Το Λευκαδίτικο κρασί διαθέτει μια μεγάλη αγορά εντός του νησιού, λόγω τουρισμού, η οποία με κατάλληλες ενέργειες μπορεί να γίνει εξωστρεφής διατηρώντας και βελτιώνοντας την ποιότητα του προϊόντος. Την δημιουργία της μητρικής φυτείας και της μελέτης των ποικιλιών αμπέλου που απαντώνται στην Λευκάδα πρέπει να ακολουθήσει η εκπόνηση σχεδίου ανάπτυξης αυτού του τομέα.

Ε.4.7 Ασπρολιά και Μαυρολιά Λευκάδας

                Το λάδι, που όπως τονίστηκε στα προηγούμενα, αποτελεί μαζί με το κρασί τα δύο κύρια προϊόντα της Λευκάδας εδώ και αιώνες, παράγεται παραδοσιακά από τις ποικιλίες Ασπρολιά και Μαυρολιά. Είναι τόσο συνυφασμένες με τον τόπο που στη βιβλιογραφία αναφέρονται ως Ασπρολιά Λευκάδος ή Λευκολιά και Μαυρολιά Λευκάδος αντίστοιχα (Κωστελένος, 2006) (για τη Μαυρολιά γίνεται διαχωρισμός από τις ποικιλίες Μαυρολιά Μεσσηνίας και Μαυρολιά Σερρών). Και οι δύο είναι αποκλειστικά ελαιοποιήσιμες  ποικιλίες με μικρομεσαίο μέγεθος καρπού (2,6 – 4,0 γρ.), μέτρια ελαιοπεριεκτικότητα, κανονική αντοχή στο ψύχος, ενώ η παραγωγικότητά τους χαρακτηρίζεται για τη μεν Ασπρολιά κανονική, για  δε τη Μαυρολιά χαμηλή (Κωστελένος, Φυτώρια Ελιάς- Κατάλογος). Μπορεί το λάδι να μην είναι ποιοτικά ανάλογο άλλων ποικιλιών και περιοχών (π.χ. της Κορωνέικης στη Μεσσηνία, τη Λακωνία ή την Κρήτη), όμως παρασκευάζεται εδώ και αιώνες και τουλάχιστον οι κάτοικοι της Λευκάδας το εκτιμούν και το προτιμούν. Η απόπειρα για μίμηση της ποιότητας του λαδιού της Κορωνέικης με φύτευση ελαιόδεντρων στη Λευκάδα είναι μια κίνηση προς την λάθος κατεύθυνση, αφού πρόκειται για τόπο με εντελώς διαφορετικό κλίμα σε σχέση με τις ξηροθερμικές συνθήκες στη νότια Πελοπόννησο και Κρήτη. Ελαιοτριβεία και εκτάσεις με ελιές υπάρχουν αλλά λείπουν τα εργατικά χέρια για το μάζεμα της παραγωγής. Ο Τ.Α.Ο.Λ. έχει σταματήσει πλέον την παραγωγή λαδιού ετικέτας. Για την παραγωγή ελαιολάδου πολύ καλής ποιότητας απαιτείται εφαρμογή των παρακάτω κανόνων (Μπαλατσούρας Γ.Δ., 1997, Όλα για Ελιά-Ελαιόλαδο, 2004):
1.       Προφύλαξη του ελαιοκάρπου πάνω στο δέντρο (ηρτημένη εσοδεία) από τους κάθε λογής εχθρούς του (δάκος, καπνιά, μακροφόμα) που επηρεάζουν και την ποσότητα και την ποιότητα του λαδιού. Να γίνονται επίκαιροι και αναγκαίοι ψεκασμοί και να μην παραβιάζεται με κανέναν τρόπο ο χρόνος του τελευταίου ψεκασμού πριν τη συγκομιδή
2.       Συλλογή του ελαιοκάρπου στο στάδιο της πλήρους ωρίμανσης αλλά όχι της υπερωρίμανσης. Όταν η επιδερμίδα αποκτά βαθύ χρώμα πορφύρας με ιώδεις κηλίδες και αρχίζει να βάφεται και η σάρκα, ο καρπός δίνει το περισσότερο και το καλύτερο λάδι
3.       Το μάζεμα πρέπει να γίνεται με το χέρι ή με ειδικά εργαλεία και όχι με ράβδισμα, αφού τραυματίζονται οι καρποί και γίνεται ευκολότερη η προσβολή τους από μύκητες μέχρι το στάδιο της επεξεργασίας, κάτι που αποβαίνει σε βάρος της ποιότητας. Εξάλλου οι τραυματισμοί που προξενούνται στο δέντρο θα είναι σε βάρος της παραγωγής του επόμενου έτους, ενώ αποτελούν και είσοδο για προσβολές παθογόνων
4.       Αμέσως μετά το μάζεμα ο καρπός καθαρίζεται από ξένες ύλες, οι προσβεβλημένοι από ασθένειες καρποί απομακρύνονται και οι υπόλοιποι μεταφέρονται στο ελαιοτριβείο ή την αποθήκη. Αν οι καρποί είναι λασπωμένοι πρέπει να πλένονται
5.       Αν η έκθλιψη δεν γίνει αμέσως μετά από τη συλλογή, ο ελαιόκαρπος πρέπει να αποθηκεύεται σε πολύ καθαρές, ξηρές και καλά αεριζόμενες αποθήκες σε σωρούς ή καλύτερα σε στρώματα πάχους μικρότερου των 20 εκατοστών. Σε αποθήκες με καλές συνθήκες ο καρπός μπορεί να μείνει χωρίς καμιά ζημιά για 4-5 μέρες
6.       Το ελαιοτριβείο πρέπει να είναι καθαρό. Το λάδι απορροφά και συγκρατεί ανεπιθύμητες οσμές και γεύσεις. Οτιδήποτε έρχεται σε επαφή με τον ελαιόκαρπο, το άλεσμα ή το λάδι μπορεί να προσδώσει δυσάρεστες οσμές ή γεύσεις.
7.       Τα δοχεία μεταφοράς και αποθήκευσης πρέπει να είναι απολύτως καθαρά. Για μικρές ποσότητες καταλληλότερα είναι τα δοχεία από γυαλί ή πήλινα με επάλειψη. Για μεγάλες ποσότητες χρησιμοποιούνται ντεπόζιτα ή δεξαμενές από ειδικά μέταλλα κατάλληλα για αυτό το σκοπό
Η οργάνωση των κατόχων εκτάσεων με ελιές σε συνεταιρισμό ελαιοπαραγωγών θα ενίσχυε το προϊόν που θα παραγόταν.

Ε.4.8 Αμύγδαλο Λευκάδας

                Η αμυγδαλιά είναι δέντρο που υπάρχει παντού στη Λευκάδα όπως προέκυψε από τις συνεντεύξεις. Ήδη το αμύγδαλο χρησιμοποιείται για την παρασκευή του ποτού σουμάδα. Η σουμάδα αποτελεί ένα καθαρά τοπικό προϊόν και θα μπορούσε να διερευνηθεί η δυνατότητα διαφήμισης και διάθεσής του με διάφορες μορφές (π.χ. με τη μορφή αναψυκτικού, παγωτού).
Σε ό,τι αφορά στο νωπό αμύγδαλο, η ύπαρξη πριν από χρόνια, βιοτεχνίας παραγωγής ψίχας αμυγδάλου με πωλήσεις που έφταναν έως και την Αθήνα, δείχνει ότι το προϊόν είχε ποιότητα και ζήτηση.
Ενέργειες:
·         έρευνα για την έκταση που καταλαμβάνουν οι αμυγδαλιές στην Λευκάδα σήμερα, για ποια ή ποιες ποικιλίες πρόκειται, καθώς και της κατάστασης των δέντρων (ηλικία, πιθανές ασθένειες) ώστε να γίνει ένας αρχικός υπολογισμός της ποσότητας καρπού που μπορεί να παραχθεί
·         έρευνα αγοράς αρχικά στη Λευκάδα σχετικά με το νωπό αμύγδαλο
·         κόστος συλλογής, τυποποίησης, συσκευασίας μηχανοποιημένης ή μη
·         διάρκεια ζωής του προϊόντος σε διαφορετικές συνθήκες συντήρησης

Ε.5 Γενικές επισημάνσεις-ενέργειες

1.       Το ποιες παρεμβάσεις θα επιλεγούν εξαρτάται από το ανθρώπινο δυναμικό που θα ενδιαφερθεί. Αυτό αφορά το ενδιαφέρον των ίδιων των κατοίκων (μπορεί να είναι ακόμα και ένας) και των φορέων που θα υποστηρίξουν την υλοποίηση της παρέμβασης (Γεωπονικά Πανεπιστήμια, ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., κτλ).  Άρα μπορεί να πρόκειται για μία ή περισσότερες περιπτώσεις γεωγραφικά και θεματικά ανεξάρτητες μεταξύ τους (πχ. λαθύρι Καρυάς και αμύγδαλο). Σίγουρα χρειάζεται μια ιεράρχηση αλλά σε πρώτη φάση προτείνεται να επιλεγεί μόνο μία που θα λειτουργήσει και πιλοτικά (το περισσότερο προφανές παράδειγμα είναι η φακή Εγκλουβής)
2.       Ορισμένες υποστηρικτικές ενέργειες μπορεί να είναι η επίσκεψη ενδιαφερομένων πχ. στη Σαντορίνη για  την τυποποίηση (αφορά φασόλια, λαθύρι, φακές) και την μητρική φυτεία αμπελιού (αφορά αμπελουργούς-οινοποιούς)
3.       Έναρξη διαδικασίας χαρακτηρισμού σαν Π.Ο.Π./ Π.Γ.Ε. ορισμένων προϊόντων. Ο χαρακτηρισμός τους δεν θα επιφέρει κάποια θεαματική αλλαγή, αποτελεί όμως ένα πλεονέκτημα
4.       Αξιοποίηση και ενεργοποίηση του «τοπικού» δυναμικού, συνεργασίες με  Πανεπιστήμια (μέσω της ανάθεσης πτυχιακών και μεταπτυχιακών μελετών σχετικά με τις τοπικές ποικιλίες που βρέθηκαν για τον χαρακτηρισμό και την αξιολόγηση τους) και με άλλα ιδρύματα για χρηματοδότηση δράσεων
5.       Επαφή με οινοποιούς και ελαιοπαραγωγούς για χρήση των εμπορικών τους δικτύων για την διακίνηση και προβολή άλλων γεωργικών προϊόντων της Λευκάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου