Ίσως γιατί ήτανε ψάλτης, ο μπάρμπα Ανέστης, βάφτισε τον κόκορά του «Αλέκτωρ». Όμως, οι γειτόνοι, που πολύ λίγα πράγματα καταλαβαίνανε από τα ιερά κείμενα, τον λέγανε «Αλέκο». Τους ερχότανε έτσι πιο βολικά.
Ήτανε, λοιπόν, αυτός ο «αλέκτωρ» ένας μεγάλος κοκοτός με χρωματιστά φτερά – μούρλια – με πολύχρωμη γυριστή ουρά και με μεγάλα κατακόκκινα λειριά, έτσι μαθές, καθώς πρέπει σ’ έναν κοκοτό αξίας.
Περπατούσε καμαρωτός-καμαρωτός κι ως και τις κότες του λίγο τις καταδεχόντανε. Τ’ άρεσε ν’ ανεβαίνει στις μάντρες ψηλά ή στ’ ανώφλι του πορτονιού της αυλής του, καμιά φορά και στα κεραμίδια του σπιτιού του Στάθη του Καρακίτσου. Δεν ήτανε δα και πολύ δύσκολο έτσι καθώς το σπίτι αυτό ήτανε στην κατηφόρα κι η στέγη του ήτανε λίγο πιο πάνω απ’ την αυλή και τον κήπο του μπάρμπα Ανέστη. Τ’ άρεσε ν’ ανεβαίνει ψηλά και να λαλεί.
Ωστόσο, μ’ όλο που τόσο του άρεσε το λάλημα, μ’ όλο π’ ανέβαινε τόσο ψηλά, μ’ όλο τ’ ανάστημα, το καμάρι και τα πολύχρωμα φτερά, η φωνή του ήτανε ψιλή κι άχαρη και στο τέλος έκανε κι ένα «ου… ου…», που ολοκλήρωνε το άσχημο λάλημά