Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Παραγαρτάρισμα…(ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Π. ΛΑΖΑΡΗ)

 
Το επόμενο διάστημα θα αναρτηθούν τα πεζά κείμενα του αείμνηστου Φίλιππου Λάζαρη.
Παρακάτω δημοσιεύουμε μέρος του προλόγου του φιλολογου Δημήτρη Τσερέ και το πεζό κείμενο ΄'παραγαρτάρισμα…"
Τα πεζά
Θα «διαβάσουμε», κατ’ αρχάς και κυρίως, τα πεζά που κι ο ίδιος τα δούλεψε περισσότερο και τα πίστευε πιο πολύ. Τα χρόνια της νιότης του ΦΛ, που αποτελούν την περίοδο της πνευματικής του διαμόρφωσης, συμπίπτουν με μια εποχή, στην οποία ο «λογοτεχνικός λαογραφισμός»[1], που έχει πό τα τέλη του περασμένου αιώνα, εξακολουθεί να έχει ισχυρές βάσεις στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή: ο εμπλουτισμός του λογοτεχνικού κειμένου με λαογραφικό υλικό αποτελεί  βασικό μέλημα των πεζογράφων που ανήκουν στον αστερισμό της αγροτικής ηθογραφίας, όσο κι αν αυτή η υποχρέωση του λογοτέχνη είχε υποχωρήσει κάτω από την πίεση των σφοδρών αντιδράσεων που είχε προκαλέσει.
αρχίσει α
Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε έναν άνθρωπο που θέλει να ενσαρκώσει το ρόλο του τοπικού λογίου: ο λαογραφισμός και το ενδιαφέρον του για την τοπική ιστορία συνιστούν τα βασικά στοιχεία του πορτραίτου του. Όλα τα συμβάντα των κειμένων του διαδραματίζονται στον τόπο της ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα, στο «γενέθλιο τόπο»[2]. Αυτό είναι ένα πολύ γνωστό φαινόμενο στην ελληνική γραμματεία από τα τέλη του περασμένου αιώνα[3] και συνιστά τη λεγόμενη «λογοτεχνία της εντοπιότητας». Και αυτή «η λογοτεχνία της εντοπιότητας» δεν αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά πανευρωπαϊκό, που ανάγει τον τόπο σε καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας κάθε εθνικής λογοτεχνίας και με την οποία τάση συμπορεύεται η ελληνική λογοτεχνία[4]. Η εντοπιότητα των υποθέσεων αυτής της γραφής αποτελεί στοιχείο έλξης για τους συντοπίτες καθώς με μικρές κινήσεις της μνήμης αναδύονται τα παλιότερα στρώματα της μνήμης του γενέθλιου τόπου, τα επάλληλα στρώματα της συλλογικής μνήμης, όπως από παλιό παλίμψηστο. Γι’ αυτό η λογοτεχνία αυτή και συγκινούσε και συγκινεί ακόμα, γιατί  ο συστατικός της πυρήνας, ο γενέθλιος τόπος και η νοσταλγία του, που στην πραγματικότητα είναι νοσταλγία του χαμένου χρόνου της παρελθούσας νεότητας, είναι βαθιά εγγεγραμμένος στις σπείρες του ανθρώπινου μυαλού-και ο ανθρώπινος νους «βιολογικά» διεγείρεται, όταν αυτά τα κοιτάσματα της μνήμης ο συγγραφέας τα ενεργοποιεί αποπειρώμενος να τα μεταφέρει στη «γλώσσα» του λογοτεχνικού κώδικα. Και δεν ακυρώνεται η γοητεία της, επειδή η προσήλωσή της στον ελλοχεύοντα τοπικισμό και στην ιθαγένεια μπορεί να την καταστήσει ιδεολογικά ύποπτη[5]. Από μόνη της βέβαια η εντοπιότητα δεν μπορεί να βαστάξει όλο το βάρος της λογοτεχνικής απαίτησης: το τελικό ζητούμενο είναι το κείμενο να εγκαταστήσει πειστικά το δικό του αυτόνομο σύμπαν, που να ενεργοποιεί την ευαισθησία μας, χωρίς αλλότρια εξωλογοτεχνικά στηρίγματα.
Ο ΦΛ, βέβαια, δεν είναι λόγιος ούτε επαγγελματίας συγγραφέας. Ζει όμως μέσα σ’ αυτό το κλίμα. Και τον επηρεάζει το κλίμα αυτό ως μαθητή του Ελληνικού Σχολείου, καθώς ο ρηχός λαογραφισμός αποτελεί βασική συνιστώσα της «κλειστής» και αποπνικτικά εθνοκεντρικής εκπαίδευσης των μαθητικών του χρόνων· τον επηρεάζει και ως σκεπτόμενο πολίτη μιας κοινωνίας, που ο ίδιος λαογραφισμός, συμπλεκόμενος με στοιχεία ή θραύσματα τοπικής ιστορίας και μυθολογίας, αποτελούσε-και αποτελεί-κυρίαρχο τμήμα της κουλτούρας της.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαμόρφωσης είναι το αναμενόμενο: ενοποιός παράγοντας όλων των συγγραφικών ενεργειών του γίνεται η μνήμη του γενέθλιου τόπου, που υποστηρίζει τα καθέκαστα που τον κεντρίζουν για να τα περιλάβει στον κύκλο των συγγραφικών του ενδιαφερόντων. Και ο τόπος αυτός είναι βασικά ο μικρός κύκλος του στενού γενέθλιου τόπου, των Σφακιωτών. Ακόμα και τα ψευδώνυμα του ΦΛ είναι ριζωμένα στον τόπο του: Λαέρτης Σφακισάνος, Λαέρτης Φέλικας (ο Φέλικας είναι τοπωνύμιο της περιοχής), Λαέρτης Λαγκαδινός (και η Λαγκάδα είναι τοπωνύμιο της περιοχής). Αυτός όμως ο «μικρός κόσμος» γίνεται «μέγας» στο φαντασιακό του συγγραφέα: Η «Παλιά», δηλαδή η κεντρική στράτα του χωριού του, φαντάζει όμοια με τις μεγάλες λεωφόρους της οικουμένης, απ’ όπου περνούν «χιλιάδες οι περαστικοί κάθε μέρα...», όπως γράφει στο αφήγημα «Η νουνά μου η Περσεφόνη»· κι ακόμα περισσότερο στο «Κάποτε στον Αϊ-Θωμά» το κάδρο μεγεθύνεται, ανοίγει και αγκαλιάζει όλο το γιορταλλαμένο ανθρωπολόϊ που πηγαινοέρχεται, κατά οικογένειες συνταγμένο, τη μέρα που γιορτάζει το ομώνυμο εκκλησάκι. Έχει όμως ο μικρός κύκλος και κάποια ανοίγματα προς το μεγαλύτερο κύκλο, που περιλαμβάνει όλο το νησί και ιδίως τη Χώρα, την πόλη της Λευκάδας: ο τόπος δράσης ορισμένων αφηγημάτων του, όπως ««Ο Κόρος», «Ο Πορφύριος», «Το θάμα», «Οι λευκαδίτικοι τύποι» είναι η πόλη της Λευκάδας, την οποία ο συγγραφέας είχε τη δυνατότητα να τη γνωρίζει «από μέσα» από νεαρή ηλικία ως μαθητής του Ελληνικού Σχολείου, δυνατότητα που δεν την είχαν τα άλλα παιδιά της υπαίθρου. Και κάποιες φορές, όπως στο αφήγημα «Τα σκοπούλια», ο κύκλος ανοίγει περισσότερο και περιλαμβάνει την απέναντι στεριά της Ακαρνανίας, το «Ξερόμερο» των Λευκαδίων, ένα χώρο, με τον οποίο οι κάτοικοι του νησιού ανέπτυξαν πολλαπλές δοσοληψίες από την αρχαιότητα ως σήμερα. Και, ως προς το τελευταίο, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς πως μέσα από την αφήγηση προκύπτει μια βασική σταθερά της συνολικής νοοτροπίας των μικρών αγροτικών κοινωνιών, δηλαδή η αίσθηση της υπεροχής έναντι του «γείτονα» και η κρυστάλλωσή της σε στερεότυπο: στο αφήγημα «Τα σκοπούλια» ο τετραπέρατος και μορφωμένος Λευκαδίτης κουμπάρος πιάνει ερωμένη την ξηρομερίτισσα κουμπάρα του, ενώ ο άξεστος και βραδύνους «βλάχος» σύζυγός της δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όσα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του. Η σχέση, βέβαια, «καλύτερος»-«χειρότερος» αντιστρέφεται πλήρως, όταν η αφήγηση γίνεται από την οπτική γωνία της απέναντι πλευράς.
Ο ΦΛ έχει στην πρώτη θέση των ενδιαφερόντων του τη λαογραφική στόχευση[6]. Γι’ αυτό από σχετικά νωρίς δημοσιεύει στο Ενημερωτικόν Δελτίον της Κοινότητας Λαζαράτων τα τοπωνύμια του χωριού του, παροιμίες, ιδιωματικές λέξεις της περιοχής και άλλο λαογραφικό υλικό. Παράλληλα όμως θέλει να δώσει και μια ιστορική προοπτική στα γραφόμενά του: σε ένα χώρο, που αισθάνεται βαριά τη σκιά του ζευγολάτη Φωτεινού και ζωντανό ακόμα τον απόηχο της αγροτικής εξέγερσης του 1819, τα τοπωνύμια δεν μπορεί να είναι κενά ονόματα αλλά σήματα φορτωμένα με  τον πλούτο της ζωής του παρελθόντος. Και αποπειράται να σκιαγραφήσει αυτό το βάθος των συμβάντων. Αλλά είναι φυσικό ότι η δεύτερη φιλοδοξία του, επειδή τα ιστορικά του εργαλεία δεν είναι επαρκή, μπορεί να φτάσει μόνο στο επίπεδο μιας πρωτοβάθμιας αναπόλησης, στην οποία συνυπάρχουν ασθενείς ιστορικοί απόηχοι με μνήμες από λαογραφικά δρώμενα και λαϊκούς μύθους.
Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι σε όλα τα γραπτά του υπάρχει διάχυτη η επιθυμία να διατυπώσει σε λογοτεχνική γλώσσα, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται,  τις σκέψεις και τα αισθήματά του. Και στα μεν ποιήματά του η επιθυμία αυτή είναι αυταπόδεικτη. Αλλά είναι παρούσα και στα άλλα γραπτά του. Έτσι, τα αφηγήματά του προσπαθούν όχι μόνο να ξεφύγουν από την απλή διάσταση του λαογραφικού κειμένου αλλά και να προσεγγίσουν-με άνισα, βέβαια, αποτελέσματα-το επίπεδο του διηγήματος. Ακόμα και στα τοπωνύμια προσπαθεί να δώσει μια διάσταση λογοτεχνικότητας: όπως ήδη προαναφέραμε, στο αρχικό συγγραφικό του σχέδιο σκόπευε να συνδέσει την καταγραφή των τοπωνυμίων του χωριού του με λογοτεχνικές αναπλάσεις της ζωής που διαδραματίστηκε διαχρονικά στο πλαίσιο του τοπίου αυτού. «Το βουλιασμένο αλώνι», «Η βρύση μας η Αχύρενα», «Ο Βαθύλακκος», «Το Δημαρχείο», «Ο Θόλος», «Η Τουρκότρυπα» και «Η Σταμούλα» είναι οι μαρτυρίες αυτής της προσπάθειας.
Τα σήματα του οικείου χώρου, που έλκουν το λογοτεχνικό ενδιαφέρον του, αποτελούν τα βασικά κυτταρικά στοιχεία του βίου της αγροτικής παραδοσιακής κοινωνίας. Είναι πρώτα-πρώτα οι εκκλησίες[7] και τα καφενεία. Ακολουθούν ύστερα οι βρύσες, οι μύλοι, τα πηγάδια, οι δρόμοι, τα λαγκάδια. Και είναι και πρωταγωνιστές των κειμένων του αυτοί οι τόποι και οι φωνές που αναδύονται από τα σπλάχνα τους. Οι άνθρωποι, όσο ζωντανοί κι αληθινοί κι αν είναι, υποτάσσονται στο κάδρο του τοπίου ως μέρη του-έστω απαραίτητα και πολύτιμα αλλά πάντως ως μέρη του-και αντλούν από αυτό την υπόστασή τους. Παράδειγμα: στο αφήγημα «Η βρύση μας η Αχύρενα» πρωταγωνιστής είναι η παλιά βρύση. Τα πρόσωπα, τα οποία ομολογουμένως είναι ζωντανά και πολύ ενδιαφέροντα λογοτεχνικώς, και οι επίσης καλά ιστορημένοι φλογεροί πόθοι τους, αυτή έχουν ως σημείο αναφοράς. Αν ξεχάσουμε για λίγο τη βρύση, τα πρόσωπα κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Το ίδιο συμβαίνει και στο αφήγημα «Ο μύλος του Ρίτσου»: αν λείψει ο μύλος, καταρρέουν και η δυνατή μορφή του Ρίτσου και οι νεράιδες και η γοητευτική συνύπαρξή τους. Τον ίδιο ρόλο παίζουν η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα και το εξωκλήσι του Αϊ-Θωμά στα ομώνυμα αφηγήματα
Δεν λείπουν όμως και οι περιπτώσεις που το άτομο αναδύεται αυτόνομο σε πρώτο πλάνο και υποτάσσει το τοπίο με τη δική του παρουσία και δράση. Και τότε πρόκειται είτε για κάποιο μεγάλο ανάστημα (Σικελιανός), είτε για πρόσωπο συντοπίτη που έχει κάνει κάποια σπουδαία δημόσια και επίκαιρη πράξη (Κώστας Γεωργάκης), είτε για κάποιο πολύ αγαπημένο οικείο πρόσωπο που σημάδεψε τα τρυφερά παιδικά του χρόνια («Η νουνά μου η Περσεφόνη»), είτε για νια πανώρια, σαν την Τασούλα του ομώνυμου αφηγήματος, που ο πρόωρος θάνατός της συγκλόνισε το μικρό σύμπαν του χωριού, είτε για πρόσωπα που χαράχτηκαν στη συλλογική μνήμη, κυρίως τους έξυπνους και τολμηρούς, που εξευτελίζουν την εξουσία και εκδικούνται με αυτοδικία την κοινωνική αδικία, ακόμα κι αν αυτοί είναι άνθρωποι που βαρύνονται με αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου σαν τον Κόρο του ομώνυμου αφηγήματος. Στην τελευταία περίπτωση βρισκόμαστε για μια ακόμα φορά μπροστά σε μια βασική σταθερά του νεοελληνικού λαϊκού (και όχι μόνο) αξιακού κώδικα: τη λατρεία της πέραν του καλού και του κακού τόλμης και εξυπνάδας. Στην ελληνική αγροτική κοινωνία της εποχής η τόλμη και η εξυπνάδα τιμώνται καθαυτές ανεξαρτήτως των ηθικών τους παραμέτρων.[8]
Στο ρεπερτόριο του ΦΛ ανήκουν και μερικές σημαδιακές στιγμές του μικρόκοσμου της κλειστής αγροτικής κοινωνίας, από εκείνες που χαράζονται έντονα στο συλλογικό της υποσυνείδητο, γιατί αποτελούν κορυφαίες στιγμές στην καθημερινότητά της και συνιστούν βασικούς μηχανισμούς ψυχικής εκτόνωσης, ψυχαγωγίας και διαφυγής από τη σκληράδα και τη μονοτονία του σκληρού αγροτικού βίου. Οι φάρσες είναι τέτοιες στιγμές. Και στις φάρσες είναι αφιερωμένα μερικά  από τα καλύτερα αφηγήματά του: «Η φωτογραφία» (με την εξαιρετική αποκριάτικη πολιτική παρωδία) και «Ο κοκοτός του μπάρμπα Ανέστη» (όπου ο «γλόζος» μπάρμπα Ανέστης τρώει με βουλιμία αλλά ανεπιγνώστως τον δικό του κοκοτό, που τον έσφαξε ο γείτονας). Κοντά στη φάρσα είναι το καψόνι, που κάνει ο Κόρος στο ομώνυμο αφήγημα στον σορ-Σπύρο (για να γλιτώσει το ενοίκιο του μαγαζιού του), και το τέχνασμα, με το οποίο ξεγελάει το απόσπασμα της Χωροφυλακής που τον καταδιώκει (για να γλιτώσει τη σύλληψη). Η ειρωνεία, ομογάλακτη αδελφή της φάρσας, είναι επίσης διάχυτη σε όλα τα γραπτά του αλλά σε μερικά είναι πιο έντονη: στην «Ψυχραιμία», όπου γελοιοποιείται ο φοβιτσιάρης συγχωριανός που βαφτίζει ψυχραιμία τον πανικό που του προκαλεί η πτήση των πολεμικών αεροπλάνων τα χρόνια της Κατοχής και στο «Σταύρος Ζαβερδινός», όπου σατιρίζει με σπαρταριστό τρόπο και εξαιρετική επιτυχία τις περί κοινοκτημοσύνης απόψεις ενός συγχωριανού του, που επιθυμούσε να διανείμει στο λαό τα αγαθά των άλλων όχι όμως και τα δικά του.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά, των πεζών του που νομίζω ότι είναι και η «λογοτεχνικότερη»: είναι η στιγμή που αντικείμενο της γραφής του γίνεται ο ερωτισμός, που βράζει στο αίμα των ανθρώπων των κλειστών αγροτικών κοινωνιών και καθορίζει υπόγεια τις ζωές των ανθρώπων αλλά δύσκολα εκφράζεται, εμποδισμένος από το προστατευτικό δίχτυ της δημόσιας ηθικής και των πανταχού παρόντων φυλάκων της. Τέτοια δείγματα έχουμε στα αφηγήματα «Η βρύση μας η Αχύρενα», «Μπερμπαντιές», «Τα σκοπούλια». Και πρόκειται για τόλμημα, γιατί δεν είναι εύκολο να εκθέσει δημόσια ένα μέλος της κοινότητας αυτό το απαγορευμένο υλικό. Γι’ αυτό και ο ΦΛ, όταν καταπιάνεται μ’αυτό το θέμα, για να προστατευθεί, καλύπτει τα συμβάντα της αφήγησής του με ένα περίβλημα ειρωνείας[9], που υποτίθεται ότι βάζει σε δεύτερο πλάνο τα ερωτικά και ανάγει σε κύριο θέμα την ειρωνεία. Έτσι, μας προκύπτουν «οι κερατάδες Αλεξαντρίτες» στο πρώτο, ο αστείος μπάρμπα Γιάννης-Μαλίκας στο δεύτερο και ο χαζός κουμπάρος Βαγγέλας στα τρίτο. Αλλά η αφήγηση αυτή καθαυτή κουρελιάζει το περίβλημα, αντιστρέφει την πλαστή ιεράρχηση των δύο θεμάτων, προβάλλει ως αυτοσκοπός και αποκαλύπτει ποια είναι η  δυνατή φλέβα που την τροφοδοτεί.  Δεν είναι τυχαίο ότι τα σημεία αυτά είναι από τις καλύτερες συγγραφικές του στιγμές. Ο αντίθετος του Έρωτα πόλος, ο Θάνατος, γίνεται πρωταγωνιστής μόνο μια φορά στην «Τασούλα». Αλλά είναι συγκλονιστικός ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής αμύνεται μπροστά στην ακατανόητη αδικία του άκαιρου χαμού της νιότης και τη ομορφιάς: το βράδυ, μετά την κηδεία της, οι βουτηγμένοι στη θλίψη οικείοι και φίλοι «βλέπουν» την Τασούλα ζωντανή πέρα στα νιοθέριστα χωράφια-άλλος τη «βλέπει» καβάλα σε μαύρο άλογο και άλλος σε σούστα γεμάτη κόκκινες και κίτρινες βιολέτες-να τους στέλνει τον ύστατο χαιρετισμό. Σ’ αυτή την οριακή στιγμή όλα τα μέλη της μικρής ομάδας έχουν γίνει αλαφροΐσκιωτοι-πρέπει να ‘ναι κανείς παχύδερμο ή κτήνος, όπως λέει ο δάσκαλος, για να μη βλέπει αυτό το θαύμα.
Το ύφος των πεζών του προσπαθεί να μιμηθεί το προφορικό λαϊκό διηγηματικό ύφος. Έτσι, η αφήγηση του είναι αργόσυρτη, ο μακροπερίοδος χαλαρός λόγος εναλλάσσεται με τον μικροπερίοδο σφιχτό λόγο και προσπαθεί να αποδώσει φωτογραφικά τους διαλόγους των προσώπων (χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκφορά της «ομιλίας» του Βαγγέλα στα «Σκοπούλια»). Συναφής με την πρόθεση αυτή είναι η παρεμβολή στο λόγο του τυπικών λέξεων ή φράσεων του προφορικού λαϊκού ύφους (μαθές, να πεις, σαν να λέμε, να πούμε, δα κ.λπ.) και η χρήση λαϊκών τύπων αντί των κοινών (σκολειό αντί σχολείο, όξω αντί έξω, ξουρισμένος αντί ξυρισμένος, όθε αντί όπου, Ξερόμερο αντί Ξηρόμερο, άφε αντί άσε, μπας αντί μήπως, ακ’ αντί άκου). Τα αποτελέσματα πάντως της πρόθεσής του αυτής είναι άνισα, όπως είναι αναμενόμενο για έναν περιστασιακό συγγραφέα. Ούτως ή άλλως το ενδιαφέρον τέτοιων κειμένων δεν έγκειται μόνο στην αρετή του συγγραφικού στυλ αλλά και σε άλλες παραμέτρους τους.
Άμεσα συναρτημένο με το ύφος των κειμένων του είναι η αυτονόμηση της αφήγησης και η αναγόρευσή της σε αυτοσκοπό. Ο ΦΛ θέλει να αφηγηθεί αλλά όχι με τους περιορισμούς, που επιτάσσει η δομή του διηγήματος, δηλαδή ενότητα, πλοκή, δέση και λύση του διηγηματικού μύθου. Θέλει να αφηγηθεί και να το «ευχαριστηθεί», όπως κάνουν οι λαϊκοί άνθρωποι, όταν αφηγούνται. Έτσι όμως η αφήγηση καταλήγει αυτοσκοπός και η ενότητα της υπόθεσης χαλαρώνει ή και διαλύεται. «Η νουνά μου η Περσεφόνη» είναι το πιο χαρακτηριστικό, ίσως, δείγμα αυτής της λατρείας προς την αφήγηση σε βάρος κάθε δομικού περιορισμού, στον οποίο υπόκειται το λογοτεχνικό είδος στο οποίο κινείται: ο συγγραφέας-αφηγητής γλιστράει από θέμα σε θέμα, ανάλογα με την ηδονή που του αποφέρει η ενασχόληση με το καθένα, όπως η μέλισσα πετάει από άνθος σε άνθος ψάχνοντας κι αυτή να βρει το πιο γλυκό νέκταρ. Αλλά και στο «Τα καλά και συμφέροντα», παρά την ύπαρξη ισχυρής θεματικής ενότητας, η απόλαυση της αφήγησης αποτελεί βασικό μέλημα του συγγραφέα.
Όλα αυτά προκύπτουν από την ανάγνωση των πεζών κειμένων του που δημοσιεύονται εδώ. Γιατί, όπως ήδη αναφέραμε, υπάρχει και η-όψιμα ανακαλυφθείσα- ανέκδοτη συλλογή του ΦΛ Τα μυστικά της νύχτας, που μια γρήγορη ανάγνωσή της μας αποκαλύπτει απροσδόκητες όψεις των συγγραφικών του προσανατολισμών και μας προκαλεί μεγάλα ερωτηματικά γιατί ο ίδιος την «ξέχασε» εντελώς. Συνοπτικά αναφέρω ότι ο ΦΛ στα τριάντα του χρόνια περίπου γράφει διηγήματα πολύ εκτενέστερα από τα μεταγενέστερα αφηγήματά του, οι υποθέσεις του δεν διαδραματίζονται στο γενέθλιο τόπο[10], κυριαρχεί  σαφώς η ψυχογραφική ματιά έναντι της λαογραφικής ευχαρίστησης, η γραφή του είναι μπολιασμένη με στοιχεία έντονου νατουραλισμού και η θεματολογία του προσεγγίζει τομείς, που είναι ταμπού για τον κοινωνικό χώρο απ’ τον οποίο κατάγεται και στον οποίο ζει: έντονος ερωτισμός[11], ανθρώπινα πάθη μέσα σε σκηνές έσχατης κοινωνικής εξαθλίωσης, ανθρωποκτονία που διαλύει τον κοινωνικό ιστό της μικρής κοινωνίας και αφήνει πληγές ανεπούλωτες στους οικείους του θύματος και του δράστη. Νομίζει κανείς ότι πρόκειται για διαφορετικό συγγραφέα που δεν «αυτολογοκρίνεται» όπως κάνει αργότερα, όταν τρόπον τινά αποστατεί  από τον πρώτο του εαυτό-κάτι παρόμοιο, αλλά σε μικρότερο βαθμό, δείχνουν και τα ποιήματά του. Επομένως, δεν τελειώσαμε οριστικά με την αποτίμηση του πεζογράφου ΦΛ. Το κεφάλαιο αυτό το αφήνουμε ανοιχτό μέχρι την έκδοση των Μυστικών της νύχτας.


[1] Άλκη Κυριακίδου Νέστορος, Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας, κριτική ανάλυση, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1978, σ. 84-85.
[2] Για τη «λογοτεχνία της εντοπιότητας», τη Heimatliteratur, βλ. Γερασιμία Μελισσαράτου, «Οι Κοινοί Τόποι της Εντοπιότητας», Διαβάζω, Αφιέρωμα στον Κώστα Κρυστάλλη, τεύχος 326 (5.1.1994), σ. 48.
[3] Αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα: Θεματογραφικά στο Βιζυηνό κυριαρχεί η Θράκη, στον Εφταλιώτη η Λέσβος, στο Δαμβέργη και στον Κονδυλάκη η Κρήτη, στο Χρηστοβασίλη και τον Κρυστάλλη η Ήπειρος, στο Θεοτόκη η Κέρκυρα, δηλαδή ο «γενέθλιος τόπος» του καθενός, (βλ. Γερασιμία Μελισσαράτου, «Οι κοινοί τόποι της  εντοπιότητας», ό. π., σ. 50-51).
[4] Γερασιμία Μελισσαράτου, «Οι κοινοί τόποι της εντοπιότητας», ό. π., σ. 51-52: ...Αναπτύσσονται έτσι εθνικές λογοτεχνικές σχολές που, με αισθητικές αναφορές στο ρεύμα του ρεαλισμού και κυρίως στη νατουραλιστική εκδοχή του και ιδεολογικές καταβολές στη φιλοσοφία του γερμανικού ρομαντισμού, αναδεικνύουν τον τόπο ως σημείο αναγνώρισης και ως καθοριστικό για την ταυτότητά τους σημείο διαφοράς.
[5] Λίζυ Τσιριμώκου, «Το πιστόλι και το δηλητήριο», Λίζυ Τσιριμώκου,  Εσωτερική ταχύτητα, Δοκίμια για τη λογοτεχνία, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2000, σ. 333-334.
[6] Βλ. ανωτέρω σημείωση 11.
[7] Σε τρία μεγάλα αφηγήματά του («Αϊ-Σπυρίδωνας», «Τα καλά και συμφέροντα», «Κάποτε στον Αϊ-Θωμά»), το κέντρο της  αφήγησης είναι η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα (στο πρώτο), του Αγίου Σπυρίδωνα και των Αγίων Αποστόλων (στο δεύτερο) και το εξωκκλήσι του Αϊ-Θωμά (στο τρίτο).
[8]Η λατρεία της τόλμης και παληκαριάς, η οποία υπερβαίνει το ηθικό δίπολο «καλό-κακό» ανιχνεύεται σε πολλές εκφάνσεις της διαχρονικής πολιτιστικής δημιουργίας των Ελλήνων, είτε πρόκειται για το χώρο της λαϊκής δημιουργίας είτε της λόγιας. Βλ. Στράτης Μυριβήλης, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, επιμέλεια Mario Vitti, Ερμής Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1971. σ. κε΄- κθ΄. Στις σελίδες αυτές, που αποτελούν τμήμα της εισαγωγής, υπό τον τίτλο «Ο ηρωϊσμός του Βασίλη πέρα από το καλό και το κακό» ο Vitti εξηγεί πως και γιατί ο Μυριβήλης ...αποδεσμεύει τον ήρωά του όχι μόνο από κάθε νομοτέλεια της πρακτικής ωφελιμότητας, όσο και από κάθε κύρωση της ηθικής και της πολιτικής δεοντολογίας. Στην ίδια εισαγωγή ο Vitti εξηγεί ότι το κοινωνικό και πολιτισμικό κλίμα του ελληνικού μεσοπολέμου και της Κατοχής, μέσα στο οποίο ευδοκιμεί η λατρεία του πέραν του καλού και του κακού ηρωϊσμού, δεν επηρεάζει μόνο τον Μυριβήλη αλλά ότι είναι ένα «ιδεολογικό» ρεύμα που διαπερνά πολλούς δημιουργούς της «γενιάς του ‘30»,  με εκπρεπέστερη την περίπτωση του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος στο Φημισμένοι άνδρες και λησμονημένοι (1942) φτάνει στη λατρεία ενός αφηρημένου ηρωϊσμού αδιάφορο αν κάποιοι απ’ αυτούς ήτανε κακούργοι και φονιάδες, (ό.π., σ. κα΄).
[9] Εκτός από το περίβλημα της ειρωνείας, ο ΦΛ αυτολογοκρίνεται στα γραπτά του, όταν τα δημοσιεύει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: στο δημοσιευμένο αφήγημα «Η βρύση  μας η Αχύρενα» υπάρχει η εξής φράση: Αμαρτία-ξαμαρτία, εσύ φταις που μου τουρλώθηκες έτσι. Δεν σε χαρίζω σήμερα. Στο δακτυλογραφημένο κείμενό του η φράση είναι διατυπωμένη ως εξής: Αμαρτία-ξαμαρτία, εσύ φταις που μου τούρλωσες έτσι τον πισινό σου. Δεν σε χαρίζω σήμερα.

[10] Σε ένα διήγημά του («Ο Ζάβαλος») τόπος δράσης είναι τα Γιάννενα και σε άλλο (το άτιτλο των σ. 69-86) η περιοχή κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα του νομού Σερρών.
[11] Για τον ερωτισμό αυτό κάναμε εκτενή αναφορά παραπάνω και δείξαμε ότι, παρά την προσπάθεια του συγγραφέα να τον καλύψει με περίβλημα ειρωνείας, η προσεκτική ματιά τον εντοπίζει. Βλ. και ανωτέρω σημείωση 25.

Παραγαρτάρισμα…(ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Π. ΛΑΖΑΡΗ)  ( 1 )

Καλοκαιριά, χαρά θεού, θεριστής μήνας ήτανε, κι ο Μίχος κάτω στο Πετροπούλι, τοποθεσία ανάμεσα στο πέμπτο και έκτο χιλιόμετρο του δρόμου Λευκάδα – Λαζαράτα, είχε φορτώσει το γάιδαρό του με σπάρτα. Τα ’θελε για να πλέξει τον «μπλοκό», ν’ αποθηκιάσει τ’ άχυρα, και ξεκίνησε για το χωριό, τα Λαζαράτα.
     Ξαφνικά ο ουρανός συγνέφιασε, τα σύνορά του στενέψανε και κατεβήκανε ως τις κορυφές των γύρω ραχουλιών, της ράχης της Απόλπαινας, της Μπόζας, στα Καρκαμπέτσα της ράχης του Βαλαωρίτη.
     Θέριεψε και μαύρισε η θάλασσα πέρα στη Γύρα, στους μύλους στον Αϊ-Γιάννη τ’ Ατζούση τόσο που έλεγες πως μέσα από τα άγρια κύματά της θα ξερνούσε στη στεριά όλα τα θεριά και τα τέρατα της αποκάλυψης.
     Μαύρισε ο τόπος, ανεμοξύληση, μανιασμένος έμπος και ξυλοχαλασιά ερχότανε κι όλο δυνάμωνε η άγρια κακοκαιριά. Έλεγες πως έφτασε η συντέλεια του κόσμου. Οι αστραψές φωτίζανε τραγικά το τοπίο, οι τρομερές βροντές έκαναν τη γη να τρέμει κι ένα χαλάζι, χοντρό σαν καρύδι, άρχισε αραιό στην αρχή και πυκνό σε λίγο να δέρνει σαν βόλια αλύπητα τα πάντα.
     Ο Μίχος αναμέρισε με το γάιδαρο και σπήλωσε σ’ ένα κοντρί, εκεί στη βόλτα στ’ «Φανερωμένης τ’ν ελιά» για να γλυτώσει από τη μεγάλη χαλασιά κι έτσι καθώς ήτανε ξεκαμπζέλοτος, καθώς το κρύο όλο και δυνάμωνε, καθώς ο χαλαζιάς με τα μπουμπουνητά και τους κεραυνούς, που τσακίζανε τα ψηλά κυπαρίσσια στις αντικρινές ραχούλες, ξέσπασε σ’ όλη την άγρια μεγαλοπρέπειά του, άρχισε να τρέμει και με τα ξυλιασμένα χέρια του που τα ’δερνε άγρια το χαλάζι, έκανε το σταυρό του και παρακαλούσε – Βοήθα Παναγιά μου…
     Πιο κάτω σ’ ένα άλλο κοντρί, ένας άλλος, πισωχωρίτης αυτός, λούζοσε για να φυλαχθεί απ’ τη μπόρα. Μα εκείνος – θέλεις από κακή συνήθεια, θέλεις που δεν ήξερε κι ούτε μπορούσε κι αλλιώς ν’ αντιδράσει, θέλεις από την απελπισία του που έβλεπε έτσι ανεπάντεχα να καταστρέφονται αμπέλια, ελιές και σπαρτά-ξέσπασε σ’ άγρια βλαστήμια. Και το χειρότερο, βλαστήμαγε και προκαλούσε τους ίδιους Αγίους που παρακαλούσε ο Μίχος που τον άκουγε και σηκωνόντανε η πέτσα του. Τον άκουγε και τσέρνιαζε το κορμί του.
- Σιγά μωρέ καλόπαιδο… τον παρακάλεσε κάποια στιγμή.
     Αλλά εκείνος, χειρότερα… Όλο και πιο άγρια τα βλαστήμια του, όλο και πιο πρόστυχα, κι η κακοκαιριά να δυναμώνει…
- Σιγά, μωρέ παιδάκι μου, και θα μας κάψουν…
     Μα εκείνος τα ίδια. Κάποτε η μπόρα πέρασε. Οι βροχές του καλοκαιριού τα ’χουν αυτά.
     Πήρανε το δρόμο για το χωριό μαζί, μουσκεμένοι ως το κόκαλο. Ώσπου να φτάσουν στον Αϊ-Θανάση, ξαστέρωσε κι ένας ήλιος ολόλαμπρος, καλοκαιρινός, πρόβαλε χαρούμενος. Τότε ο Μίχος λέει στον άλλο:
- Άκου, καλόπαιδο. Βλαστημάω κι εγώ και χειρότερα από σένα. Βλαστημάω αλλά άμα είναι ξαστεριά κι όχι άμα ρίχνει αστροπελέκια και χαλεύει να μας κάψει. Βλαστημάω κι εγώ ή λες πως δεν είμαι χριστιανός;
- Μα δεν βλέπεις καταστροφή;  τ’ απολογήθηκε εκείνος και του ’δειξε τ’ αμπέλια δίπλα στο δρόμο που σ’ έπιανε θλίψη κι απελπισία να τα βλέπεις απ’ τη ζημιά που τους είχε κάμει το χαλάζι.
- Ναι, λέει ο Μίχος. Δεν είπα πως είχες άδικο. Για τ’ αγριοπρόβατα και για τ’ αστροπελέκια είπα… Δεν είδες ανεμοξύληση! Δεν είδες χαλασμό! Τώρα που ’ναι ξαστεριά άμα θέλεις παραγαρτάρουμε στο βλαστημίδι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου